Ο Άγγελος είχε κτίσει το σπίτι του στον δρόμο κοντά στην θάλασσα , μύριζε
την αρμύρα του Ιονίου μέρα νύχτα και
πάλευε την ζωή ακροπατώντας στους
ήσυχους και συνάμα σκληροτράχηλους δρόμους του χωριού.
Το σπίτι του ήταν ίσως από τα ελάχιστα πρώτα , που κτίστηκαν
τον καιρό εκείνο κοντά στη ν θάλασσα, μιας και το υπόλοιπο χωριό ήταν πιο
εσωτερικά ανεπτυγμένο.
Περνούσα από εκεί τα
Καλοκαίρια και έβλεπες πάντα το ίδιο ημιτελές , χωρίς καμιά αλλαγή , λες και περίμενε τον
«χρόνο του » . Έμεναν μαζί με τα παιδιά
στον υψωμένο όροφο με το γκρίζο γρέζο του τοίχου και από κάτω έχασκε η
πιλοτή πάντα ατελείωτη.
Από τις « καλές » οικογένειες του χωριού , με εύσημα
δημοκρατικότητας το σόι του , οι γονείς του βασανισμένοι ,αλλά όρθιοι
΄αξιοπρεπείς , όπως και ο ίδιος , είχαν
εγκαταλείψει την ματαιότητα του κόσμου κάποια χρόνια πριν. Και όσο είχε την
μάνα του την « θεια Αποστόλαινα » να τον προστατεύει με την φροντίδα της , κάπως τα κατάφερνε .
Ο Άγγελος , το παλικάρι
έπινε παραπάνω από το μη αβλαβές , διαδιδόταν στο χωριό και όσο
συσσωρεύονταν τα προβλήματα, δουλειάς , τα παιδιά , τόσο έβρισκε παρηγοριά στο
αλκοόλ , για να τον κοιμίζει και να ξεχνά , να καταλαγιάζει τους δαίμονονές του
και τα δύσκολα της επιβίωσης μονοπάτια.
Τα τελευταία χρόνια δεν εμφανιζόταν ο Άγγελος καθόλου στο χωριό , ούτε στο μπαλκόνι του
σπιτιού ( πάνω στον δρόμο για τη θάλασσα) .
Ήταν καθηλωμένος στο δωμάτιο
,με το ποτό αγκαλιά παρηγοριάς , που γρήγορα άρχισε να του μαδάει και να
σπαράσσει το φτωχό συκώτι του.
-
Περνούσα τα Καλοκαίρια μπροστά από το σπίτι του ,
κάποιες φορές μεγαγχολική και η ίδια , γυρνούσα το βλέμμα στο μπαλκόνι για ένα
χαιρετισμό – τι κάνεις , πως τα κουτσοβολεύεις , αντέχεις , παλεύεις , όπως
όλοι μας - ; Είχα δυό , τρία , ίσως και παραπάνω χρόνια να τον συναντήσω , ότι
μαθαίναμε από κάποιους που τον επισκεπτόταν και τους δικούς μου , ήθελα
κοιτώντας προς το μπαλκόνι του να τους χαιρετήσω και να του φωνάξω /?
Αντέχεις ; άντεξε ρε γαμώτο , όλοι
τραβιόμαστε δύσκολα ( είχα μάθει για τον εθισμό στο αλκοόλ και την αναποδιά
στις ζωές κάποιων καλών ανθρώπων) .
Και φέτος ένα υγρό μεσημέρι του Αυγούστου , γυρνώντας από
την θάλασσα , κοίταξα προς επάνω στα γκριζαρισμένα από τις βροχές μπαλκόνια
–κουπαστές , μήπως και τον δω και μάθω κάτι , του απευθύνω ένα καλό λόγο
συμπόνοιας και γιατί τελευταία είχε μείνει μόνος χωρισμένος από ταίρι με
τα παιδιά του .
Ο αδελφός ήταν στην Αθήνα χρόνια πίσω , όπου θυμάμαι από τα
φοιτητικά μας χρόνια είχε πάρει μαζί του για να εργάζεται και τον Αγγελάκο,
αλλά τούτος δεν άντεξε την γκρίζα τσιμεντούπολη , χωρίς θαλασσινό αγέρα και
έφυγε για το χωριό , όπου και έστησε την μικρή ζωή του.
Το Καλοκαίρι ,που
πέρασε μια μέρα περπατώντας μπροστά από το σπίτι του , χωρίς να φαίνεται
ανθρώπινη παρουσία , και τα πράγματα να είναι ακριβώς τα ίδια , οι τοίχοι με
την γκρίζα αμμοκονίαση , και το παλικάρι
, ο συχωριανός μας μέσα να παλεύει με την ζωή και τα διαόλια της – μελαγχόλησα
τόσο , που τα πόδια μου σερνόντουσαν στην γη ατσάλι , μολύβια θλίψης ( είχα
βέβαια και εγώ τις δικές μου καταιγίδες να φουρτουνίαζουν την ζωή μου ).
Σε κάποιους η ζωή χαρίζεται , χαριεντίζεται , σε τούτους εδώ
τους καπνισμένους με σορόκους και βαρδάρηδες τους δείχνεις σαν ύαινα τα δόντια
της.
Η οικογενειά του ήταν αγαπητή και φίλη με τους δικούς μου γονείς
και εγώ περισσότερο , γιατί πριν κατεβούμε να μείνουμε πιο κοντά στη θάλασσα ,
ήμασταν αγαπημένοι καλοί γείτονες επάνω στα πατρικά της γιαγιάς και του παππού
και κοντά στην γειτονιά τους.
-Όλοι τους προοδευτικοί άνθρωποι
, όταν ψηφίζανε πήγαιναν ( με χιούμορ τους πειράζανε) μονοκούκι οι ψήφοι στο
<Κάπα Κάπα>.
Αγαπιόντουσαν και εκτιμιόντουσαν
οι οικογένειές μας και ο μπάρμπα Σπύρος
, ο πατέρας ακόμη περισσότερο .
Εχθές έφυγε μόνος; ο Άγγελος ,
τον πρόδωσε το συκώτι , είχε υποτροπιάσει προ πολλού , δεν χαρίστηκε στο νέο παιδί , γιατί ήταν πολύ νέος
ο χωριανός μας και βασανισμένος εξίσου .
Ο Άγγελος , ο Αγγελάκος πήγε στην
γειτονιά των συνονόματων του, στην γειτονιά
των αγγέλων, στην αιώνια γαλήνη και ηρεμία.
Ει! Ψίτ ημέρα , εσύ που
συνοδεύεις στο μακρύ ταξίδι τον φίλο μας , τον χωριανό μας, μεγάλωσε λιγάκι πιο
πολύ , άφησε τον ήλιο να φωτίζει τον σκιερό δρόμο του , να μην φοβάται και εσύ αγέρα γίνε χάδι και φύσα τη λαλιά μας
κοντά τους , για να τους πεις ότι θα μείνουν μνήμη βαθειά μέσα μας , για να τους
κρατήσουμε για πάντα ζωντανούς .
Και αν τυχόν στο διάβα σου¨ συναντήσεις ¨ τον μπάρμπα Σπύρο να κουβεντιάζει με τον μπάρμπα Αποστόλη , τον πατέρα σου , ψιθύρισέ τους πως άσβεστη καίει η μνήμη τους , ζουνε στις αναμνήσεις της ζωής μας, ζουν στα δέντρα που είχαν φυτέψει , στα μονοπάτια που είχαν ανοίξει να περπατούν , στα σπίτια που ζήσανε .
Και αν τυχόν στο διάβα σου¨ συναντήσεις ¨ τον μπάρμπα Σπύρο να κουβεντιάζει με τον μπάρμπα Αποστόλη , τον πατέρα σου , ψιθύρισέ τους πως άσβεστη καίει η μνήμη τους , ζουνε στις αναμνήσεις της ζωής μας, ζουν στα δέντρα που είχαν φυτέψει , στα μονοπάτια που είχαν ανοίξει να περπατούν , στα σπίτια που ζήσανε .
‘Έτσι και η δική σου μνήμη θα
περιδιαβαίνει τις θύμισες στη ζωή μας και θα σε γαληνεύει στον μεγάλο δρόμο που
ξεκίνησες.
Καλό ταξίδι Άγγελε, με τις πηγές
της Κασταλίας συντροφιά για να ποτίζεις
την δίψα σου και δέντρα αψηλά με φυλλωσιές πυκνές για να ξαποστένουν το κορμί ,
που τόσο πάλεψε για να σταθεί όρθιο στην ζωή αυτή !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου