Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Από τα συναξάρια του ΠΑΠΑΔΙΑΜΆΝΤΗ

Το Ενιαύσιον θύμα


…..Επί δύο ώρας  ο Καλούμπας και ο Νιόγαμβρος  επερίμεναν τον Μπαμπούκον πότε να έλθη, δια να λύσουν την μπαρούμπαν και αποπλεύσουν.
Επί δύο ώρας ο Μπαμπούκος έτρεχεν από βράχον εις βράχον , από μονοπάτι εις κρημνόν , κυνηγών τον υιόν του , τον Πάπον….
Βάκτρον του γήρατός του , δια να υποβαστάζει τα ρευματισμένα και ξεπαγιασμένα γόνατά του, ο γέρων θαλασσινός δεν είχε παρά τον υιόν του τον Παναγιώτην, τον οποίον είχε παρονοματίσει με γενναίαν θωπείαν  « Πάπον της» η μακαρίτισσα η Αργυρώ , η σύζυγος του Μπαμπούκου.
Αλλά ο Πάπος του έφευγεν . Επηδούσε ν από βράχον εις βράχον , από ακρογιαλιάν εις ακρογιαλιάν. Αγαπούσε πολύ να τρέχει , να χαζεύη και να μην υπακούη.
Όταν δεν ευρίσκετο ει τους αιγιαλούς , κυνηγών καβούρια εις τα θαλάμια, ή μικρά χταποδάκια εν καιρώ γαλ΄ήνης εις τα ρηχά, έτρεχεν εις τα Κοτρώνια , άνωθεν της συνοικίας , επί του βραχώδους λόφου, όπου ήτο κτισμένον, σιμά εις τον ναίσκον του Αγ. Νικολάου, υψηλά εν απόπτω, το σπιτάκι των. Εκυνηγούσε τας φωλεάς.. Δεν άφηνε μικράν κουκουβάγιαν να μεγαλώση , δια να μη λαλούν απαισίως την νύχταν εις τους βράχους. Αν έπεφτε μικρός γλάρος εις τα χέρια του, του έκοφτε τα  
γλυκά, όσα κατόρθωνε να κλέπτη από τον Βασίλην τον Καραμελάν.
Η θαλασσία  εκδρομή έμμελεν να διαρκέσει 48 ώρες ή το πολύ τρεις ημέρας. Ο Μπαμπούκος
Δεν ήθελε να αφήσει τον υιόν του να «ξεμπουρδαλιάζη» και εζήτει να τον πάρη μαζί του. Αλλ΄ ο Πάπος αγαπούσε, ναι , τις βάρκες , αγαπούσε και την θάλασσαν, αλλά δεν έστεργε στην πειθαρχίαν. Η βάρκα εκείνη , επί της οποίας θα έπλεε με δύο άλλους ακόμη ο π[ατήρ του, θα ήτο πλωτή φυλακή  δι΄αυτόν. Κι άμα εμυρίσθη, ότι ο πατήρ του εσκέπτετο να τον πάρη μαζί, εφρόντισε να γίνει άφαντος.
 Ο γέρος τον εκυνήγησε . Μίαν ή δύο φοράς είδε τον «διακαμό του» τον  φεύγοντα  .ίσκιον του, όπισθεν των βράχων. Ο Πάπος ήξευρε πολλά « κατσαμάκια» , ήτοι ελικοειδείς κινήσεις , και τα ποδάρια του « τον άκουαν» . Δεν έπασχε από ρευματισμούς.Ο γέρο Μπαμπούκος που να τον φθάσει… .- Μα έλα  δά! Έκραξε προς αυτόν ο Καλούμπας, άμα τον είδε να έρχεται χωρίς τον υιόν του .έλα και ας κουρεύεται!
--
Καλύτερα λείπει  κι ο μπελάς του, παρετήρησεν ο Νιόγαμπρος.
Ο γέρων θαλασσινός έκυψεν , έλυσε την μπαρούμπα , κι΄ επήδησεν στην βάρκαν . Ομοίως και οι άλλοι δύο.
Ήτο πράγματι πολύ ωργισμένος . Άμα εβγήκεν εις την βάρκαν , εξέχασε να κάμη τον σταυρόν του , μόνον είπε αυτομάτως , χωρίς να σκεφθή :
    - Καλό πνίξιμο , παιδιά!
……..- Κ΄εβάσταξε η ψυχή σου, μωρέ , να μην πας με τον πατέρα σου που σε ήθελε;  Είπεν η Σειραϊνώ άμα ούτος κατεκλίθη τυλιχθείς εις παλαιάν τριμμένην βελέντζαν.
Εις απάντησιν ο Πάπος ήρχισε να ροχαλίζει…………
Το φεγγάρι είχε « πιασθή  χειμωνιάτικο », και όλοι έλεγαν, « δίπλα φεγγάρι, ολόρθος καραβοκύρης» ..
Προς το βράδυ ο καιρός εχάλασεν. Απειλητικά σύννεφα είχον σωρευθή προς βορράν και προς ανατολάς , την νύκτα ο καιρός εχειροτέρευσε πολύ, και προς το πρωί αγρίεψε. Βροχή, άνεμος, τρικυμία…..
Ο Πάπος είχεν αρχίσει να εντρέπεται , διότι δεν είχεν υπάγει με τον πατέρα του. Όλοι οι θαλασσινοί έλεγον, τους ήκουεν αυτός να λέγουν , ότι δια να γίνη τις καλός ναυτικός , πρέπει να περάση από φουρτούναν, από πολλές  μάλιστα φουρτούνες ….
-Κάμε , Θέ μου , έλεγεν ο Πάπος, νάρθη ο πατέρας μου, και να μη με καταριέται που δεν επήγα μαζί του.  Αι μ΄Νικόλα μ΄ ορά , που σ΄έχω γείτονα , ούτε σου έφερα ποτέ κερί και λιβάνι, άχ! Καμμιά φορά έκλεψα κανένα σπίρτο ή κανέν΄απόκερο απ΄ το εκκλησιδάκι σου , μπροστά στο κόνισμά σου , οπού σύ έκανες πως δε με γλέπεις …
…….Ο πατήρ του βεβαίως επνίγετο . Και αυτός δεν ηδύνατο να τον βοηθήση. Ω!, να είχε τόσην  δύναμην, τόσην, όσην ο άνεμος  και η θάλασσα!
Αστραπή διέσχισε το σκότος . Ως εκατόν οργυιάς ανοικτά εις το πέλαγος , είδεν ο Πάπος εν ακαρεί μαύρά τινα σώματα προεξέχοντα άνω του κύματος.
-         Τα΄Αραπάκια ! επρόφερεν εν μέσω των λυγμών του ο νέος. Απάνω στ΄Αραπάκια έπεσαν . Ω, κι εγώ που δεν επήγα μαζί  τους.. …
Την ογδόην ημέραν από της εκδρομής των , τα πτώματα των δύο πνιγμένων ηλιεύθησαν πλησίον ερήμου ακτής. Το τρίτον δεν ευρέθη. Ω, τις θα διηγηθή τα συναξάρια  των θαλασσομαρτύρων τούτων , των βιοπαλαιστών , των αξίων παντός οίκτου και συμπαθείας;
Κατά παν έτος η θάλασσα μας ζητεί το θύμα της!
Όταν μετά  την συμφοράν επανείδε τον Πάπον , όστις εφαίνετο τόσο σύννους και σοβαρός ώστε εφάνη ότι δια της συμφοράς είχε γίνει διά μιάς ανήρ , η πτωχή Σειραϊνώ  το Κουρτεσάκι κλαίουσα όσα δάκρυα της είχαν μείνει από τα ιδικά της παθήματα, η πρώτη λέξις την οποίαν εύρε να του είπη ήτον:
-         Καλά που δεν επήγες μαζί, παιδάκι μου.-