Σάββατο 21 Μαρτίου 2009

H Τέχνη και η Ποίηση μας βοηθούν να Ζήσουμε:



Μαν'ολης Αναγνωστάκης
( Θεσσαλονίκη 1925)



Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους.
Όταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα

Όταν μαζί τους πεθάνανε σε μιαν οικτρή παραμόρφωση
Τα τελευταία μας σχήματα των παιδικών αισθημάτων
Και τι κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν;

Ξέρει να σφιγγει γερά εκεί που ο λογισμός μας ξεγελά
Την ώρα που ο χρόνος σταμάτησε και η μνήμη ξεριζώθηκε
Σα μιαν εκζ'ητηση παράλογη πέρα από κάθε νόημα;

(Και αυτοί γυρίζουν πίσω μια μέρα χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα
Βρίσκουνε τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους που μεγάλωσαν
Πηγαίνουνε στα μικρομάγαζα και στα καφενεία της συνοικίας
Διαβάζουνε κάθε πρωί την εποποιία της καθημερινότητας).

Πεθαίνουμε τάχα για τους άλλους ή γιατί έτσι νικούμε τη ζωή
Ή γιατί έτσι φτύνουμε ένα ένα τα τιποτένια ομοιώματα
Και μια στιγμή στο στεγνωμένο νου μας περνά μια ηλιαχτίδα
Κάτι σα μια θαμπήν ανάμνηση μιας ζωικής προϊστορίας.

Φτάνουνε μέρες που δεν έχεις πια τι να λογαριάσεις
Συμβάντα ερωτικά και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις
Δε βρίσκεις καθρέπτες να φωνάξεις τ΄ονομά σου
Απλές προθέσεις ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα

Ανία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσεις
Κι αν σκέφτομαι είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από την τύψη.
Μα ποιός θα΄ρθει να κρατήσει την ορμή μιας μπόρας που
πέφτει;

Μα ποιός θα μετρήσει μια μια τις σταγόνες πριν σβήσουν στο χώμα
Πριν γίνουν ένα με τη λάσπη σαν τις φωνές των ποιητών;

Επαίτες μιας άλλης ζωής της Στιγμής λιποτάχτες
Ζητούνε μια νύχτα απρόσιτη τα ΄σαπια τους όνειρα΄

Γιατί η σιωπή μας είναι ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο.



Γιώργος Σεφέρης
( Σμύρνη 1900- Αθήνα 1971)

...............

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει




κι αν "ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς"
είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το
κολύμπι

εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν
να κινήσουν

την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.

Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν κανένας αργάτης

καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που
βασιλεύει
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ΄άσπρα και στα
χρυσά.




Τάκης Σινόπουλος
( Πύργος Ηλείας 1917-1981)


Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ΄το πλήθος
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα.

Ήταν
στ΄αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται . Μα δε φωνάζει βοήθεια.



Διστάζω. Λέω να πάω εκεί . Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από φύση μου φτειαγμένος να παραξενεύομαι.


Ποιός είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.

Ξένη φωτιά μη την ανακατεύεις μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο Ποιητής μοιράζεται στα δυό.

Τρίτη 10 Μαρτίου 2009

Ένα Σοβαρό Παραμύθι από τη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου!

Ο τελευταίος έρωτας του πρίγκιπα Ζένγκι




Όταν ο Ζένγκι ο Εκθαμβωτικός, ο γοητευτικότερος κατακτητής που ξάφνιασε ποτέ την Ασία, μπήκε στη δεκαετία των πενήντα του χρόνων διαπίστωσε πως έπρεπε ν΄ αρχίσει ν΄ αντιμετωπίζει το θάνατό του.

Η δεύτερη γυναίκα του, μια Μουρασάκι, η πριγκίπισσα Βιολέτα, που είχε αγαπήσει μέσα από τόσες αντιφατικές απιστίες, είχε ήδη προηγηθεί σ΄ έναν από τους παραδείσους εκείνους όπου πηγαίνουν οι νεκροί που απέκτησαν κάποιο τέτοιο δικαίωμα κατά τη διάρκεια αυτής της εναλλασσόμενης και δύσκολης ζωής, και τον βασάνιζε το Ζένγκι που δεν μπορούσε πια να θυμηθεί το χαμόγελό της, ή ακόμα τον μορφασμό που έκανε πριν κλάψει.
Η τρίτη σύζυγό του, η Πριγκίπισσα του- δυτικού ανακτόρου -, τον είχε απατήσει μ΄ ένα νεαρό συγγενή , όπως κι εκείνος είχε απατήσει τον πατέρα του , τον καιρό της νεότητας του, με μια ανήλικη αυτοκράτειρα.

Το ίδιο έργο επαναλαμβανόταν στο θέατρο του κόσμου, ήξερε ωστόσο πως αυτή τη φορά δεν του ανήκει πια κατά τη διανομή των ρόλων παρά το πρόσωπο του γέροντα , κι από τον ρόλο αυτόν προτιμούσε το ρόλο του φαντάσματος.
Για τούτο μοίρασε τα υπάρχοντά του , αποζημίωσε τους υπηρέτες του και ετοιμάστηκε να πάει για το υπόλοιπο της ζωής του σ ΄ένα ερημητήριο , που είχε φροντίσει να κτίσει στην πλαγιά του βουνού.

Διέσχισε για τελευταία φορά την πόλη, συνοδευόμενος μοναχά από δυό τρεί συντρόφους πιστούς, που δεν εννοούσαν να παραδεχτούν πως ήρθε η ώρα ν΄αποχαιρετήσουν στο πρόσωπό του τη νεότητά τους.
Παρά το πρωινό της ώρας, οι γυναίκες πίεζαν το μέτωπό τους στις λεπτές γρίλιες των παραθύρων. Ψιθύριζαν δυνατά πως ο Ζένγκι ήταν ακόμα πολύ ωραίος, πράγμα που απόδειξε για μια ακόμη φορά στον πρίγκιπα, πως ήταν πια με το παραπάνω καιρός ν΄αποσυρθεί.
Χρειάστηκαν τρεις μέρες ταξίδι ως το ερημητήριο, που βρισκόταν στην καρδιά της άγριας φύσης. Το σπιτάκι ακουμπούσε στις ρίζες ενός αιωνόβιου σφενδάμου.

Καθώς ήταν φθινόπωρο , τα φύλλα του ωραίου δέντρου σκέπαζαν το σπιτάκι δίνοντάς του μια στέγη από χρυσάφι. Η ζωή σ΄εκείνη τη μοναξιά αποδείχτηκε πιο απλή και πιο σκληρή απ΄ότι την ήξερε από την μακρόχρονη εξορία που είχε υποστεί μακρά από τη χώρα του , τον καιρό της θυελλώδους νεότητάς της, και ο εκλεπτυσμένος αυτός άνθρωπος μπόρεσε επιτέλους να γευθεί πλήρως την υπέρτατη πολυτέλεια που αποτελεί η στέρηση των πάντων.

Σύντομα ήρθαν τα πρώτα κρύα. Οι πλαγιές του βουνού σκεπάστηκαν με χιόνι όλο πτυχές, σαν εκείνες που έχει το μαλακό ύφασμα που φοράμε το χειμώνα , και η ομίχλη έπνιξε τον ήλιο. Από την αυγή ως το σούρουπο, στο αδύναμο φως μιας φιλάργυρης κρεμάστρας , ο Ζένγκι διάβαζε τις Γραφές, και εύρισκε στα λιτά και αυστηρά αποσπάσματά τους μια ευχαρίστηση που δεν του έδιναν πια ούτε οι πιο παθητικοί ερωτικοί στίχοι. Σε λίγο όμως διαπίστωσε ότι η όρασή του αδυνάτιζε: ωσαν όλα τα δάκρυα που είχε χύσει πάνω στις εύθραστες ερωμένες του να του είχαν κάψει τα μάτια και αναγκάστηκε να συνειδητοποιήσει ότι τα σκοτάδια γι΄αυτόν άρχιζαν πριν από τον θάνατο.

Από καιρό σε καιρό , ένας τρεμάμενος ταχυδρόμος ερχόταν από την πρωτεύουσα , αναπηδώντας πάνω στα πρησμένα από την κούραση και τις φουσκάλες πόδια του, και του έτεινε με σεβασμό μηνύματα συγγενών ή φίλων που επιθυμούσαν να τον επισκεφθούν ακόμα μια φορά στον κόσμο τούτο , πριν από τις αέναες και αβέβαιες συναντήσεις στην άλλη ζωή.
Ο Ζένγκι όμως φοβόταν μήπως εμπνεύσει στους επισκέπτες του μόνο οίκτο και σεβασμό, δυό συναισθήματα που τον απωθούσαν έντονα και πό τα οποία προτιμούσε τη λήθη.

Κουνούσε θλιμμένα το κεφάλι , και ο πρίγκιπας αυτός ο άλλοτε διάσημος για το ταλέντο του ως ποιητής και καλλιγράφος, έστελνε πίσω τον αγγελιοφόρο με μια κόλλα άσπρο χαρτί. Λίγο λίγο οι επαφές με την πρωτεύουσα αραίωναν.

Ο κύκλος των εποχιακών εορτών συνέχιζε την πορεία του, μακριά τώρα πια από τον πρίγκιπα , που άλλοτε τις καθοδηγούσε με μια κίνηση της βεντάλιας. Και ο Ζένγκι εγκαταλειμμένος , δίχως βαρυγκόμια στις θλίψεις της μοναξιάς , επιδείνωνε συνεχώς την κατάσταση των ματιών του, γιατί δεν ντρεπόταν πια να κλαίει.

Δυό ή τρείς από τις παλιές του ερωμένες του είχαν προτείνει να μοιραστούν τη γεμάτη αναμνήσεις απομόνωσή του. Τα πιο τρυφερά γράμματα είχαν έρθει από την Κυρά- του –ανθόβολου-χωριού: παράνομη ερωμένη μέσης καταγωγής και μέτριας ομορφιάς. Είχε υπηρετήσει πιστά σαν κυρία των τιμών τις άλλες συζύγους του Ζένγκι΄ και για δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια είχε αγαπήσει τον πρίγκηπα δίχως ποτέ να κουραστεί να υποφέρει.
Του έκανε πότε- πότε νυχτερινές επισκέψεις και μολονότι σπάνιες όσο τ΄ αστέρια μιας νύχτας βροχερής, οι επισκέψεις αυτές είχαν αρκέσει για να φωτίσουν τη φτωχή ζωή της Κυράς- του- ανθόβολου-χωριού.

Δίχως αυταπάτες ούτε για ην ομορφιά της, ούτε για το πνεύμα της, ούτε για την καταγωγή της , η Κυρά, ήταν η μόνη ανάμεσα στις ερωμένες, που αισθανόταν για το Ζένγκι μια γλυκιά ευγνωμοσύνη, καθώς εκείνη δεν το έβρισκε φυσικό να την έχει αγαπήσει.
Καθώς οι επιστολές της έμεναν αναπάντητες, νοίκιασε ένα ταπεινό αμάξι και έφτασε ως την καλύβα του μοναχικού πρίγκιπα.
΄Εσπρωξε δειλά την πόρτα που ήταν φτιαγμένη από κλαδιά δέντρων και γονάτισε ηχώντας ένα ταπεινό γελάκι που εξέφραζε τη συγνώμη για την παρουσία της εκεί.
΄Ηταν η εποχή που ο Ζένγκι αναγνώριζε ακόμη το πρόσωπο των επισκεπτών όταν πλησίαζαν πολύ κοντά.
Πικρή λύσσα γέμισε τον πρίγκηπα μπροστά στη γυναίκα αυτή που του ξυπνούσε μέσα του τις πιο συγκλονιστικές αναμνήσεις των νεκρών πια ημερών του , λιγότερο εξαιτίας της ίδιας της παρουσίας της , και κυρίως εξαιτίας του αρώματος που διατηρούσαν ακόμα τα φαρδιά μανίκια του φορέματός της και ήταν το άρωμα που χρησιμοποιούσαν οι νεκρές γυναίκες του.
Τον ικέτευσε θλιμμένα να την κρατήσει τουλάχιστον σαν υπηρέτρια.

Αλύπητος για πρώτη του φορά , την έδιωξε ΄ αυτή όμως είχε διατηρήσει κάποιες φιλίες ανάμεσα σε μερικούς γέρους που υπηρετούσαν τον πρίγκιπα , και εκείνοι της έδιναν πότε πότε νέα του. Σκληρή με τη σειρά της για πρώτη φορά στη ζωή της , παρακολουθούσε από μακριά την πρόοδο της τύφλωσης του Ζένγκι, όπως περιμένει μια γυναίκα το σκοτάδι για να συναντήσει τον εραστή της.
Όταν πληροφορήθηκε πως ήταν σχεδόν τελείως τυφλός , έβγαλε τα ενδύματα της πόλης και φόρεσε ένα κοντό φόρεμα από πρόστυχο ύφασμα , όπως αυτό που φορούν οι νεαρές χωριάτισσες.

΄Επλεξε τα μαλλιά της κοτσίδα σαν τα κορίτσια των αγρών και φορτώθηκε ένα ζεμπίλι με υφάσματα και κεραμικά, απ΄αυτά που πουλιούνται στα χωριάτικα πανηγύρια. Με την αμφίεση αυτή οδηγήθηκε στο μέρος, όπου ο αυτοεξόριστος κατοικούσε με συντροφιά τα ζαρκάδια και τα παγώνια του δάσους.

΄Εκανε με τα πόδια το τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού , έτσι ώστε η λάσπη και η κούραση να τη βοηθήσουν στο ρόλο της. Η λεπτή ανοιξιάτικη βροχή έπεφτε από τον ουρανό στο μαλακό χώμα πνίγοντας τις τελευταίες ανταύγειες του σούρουπου: ήταν η ώρα που ο Ζένγκι , τυλιγμένος στο αυστηρό μοναστικό του ρούχο , περιπατούσε αργά στο μονοπάτι , απ΄όπου οι γέροι υπηρέτες είχαν προσεκτικά απομακρύνει και το παραμικρό χαλίκι , ώστε να μη σκοντάψει.
Το άδειο του πρόσωπο , φθαρμένο, σβησμένο από την τυφλότητα και το πλησίαμα των γερατιών, έμοιαζε με μπρούτζινο καθρέφτη που αντανακλούσε άλλοτε την ομορφιά του, και η Κυρά-του-ανθόβολου-χωριού δε χρειάστηκε να υποκριθεί ότι ξεσπάει σε δάκρυα.
Ο ήχος των γυναικείων λυγμών έκανε το Ζένγκι να ανατριχιάσει και να προσανατολιστεί αργά προς την κατεύθυνση απ΄όπου ερχόταν το κλάμα.
- Ποια είσαι γυναίκα ; ρώτησε ανήσυχος.
- Είμαι η Ουκιφούου, η κόρη του αγρότη Σό-Χέι, απάντησε η Κυρά, φροντίζοντας να μιμηθεί την προφορά του χωριού. Ήμουν στην πόλη με τη μητέρα μου για ν΄αγοράσουμε υφάσματα και πήλινα σκεύη, γιατί με παντρεύουν το άλλο φεγγάρι.
Και έχασα το δρόμο μου στα μονοπάτια του βουνού και κλαίω γιατί φοβάμαι τους αγριόχοιρους, τα δαιμονικά, την επιθυμία των αντρών και τα φαντάσματα των πεθαμένων.
- Είσαι ολόκληρη βρεγμένη, νέο κορίτσι, είπε ο πρίγκιπας, βάζοντας το χέρι του στον ώμο της.
Ήταν πράγματι βρεγμένη ως το κόκαλο. Το άγγιγμα του τόσο γνωστού αυτού χεριού την έκανε να ανατριχιάσει από τις ρίζες των μαλλιών ως τα γυμνά της πόδια, αλλά ο Ζένγκι υπέθεσε πως έτρεμε από το κρύο.
-΄Ελα στην καλύβα μου , είπε ο πρίγκιπας με ζεστή φωνή . Θα μπορέσεις να ζεσταθείς στη φωτιά μου , παρόλο που έχει περισσότερη στάχτη από κάρβουνα.
Η Κυρά τον ακολούθησε , φροντίζοντας να μιμηθεί το αδέξιο βάδισμα της χωρικής.
Κοντοκάθισαν και οι δυό μπροστά στη μισοσβησμένη φωτιά. Ο Ζένγκι άπλωνε τα χέρια του στη φλόγα, αλλά η Κυρά έκρυβε τα δάχτυλά της , που ήταν πολύ ντελικάτα για ένα κορίτσι των χωραφιών.
- Είμαι τυφλός, αναστέναξε ο Ζένγκι ύστερα από λίγη ώρα. Μπορείς χωρίς ενδοιασμό να βγάλεις, νέα μου, τα βρεγμένα σου ρούχα και να ζεσταθείς γυμνή στη φωτιά μου.
Η Κυρά έβγαλε υποταχτικά το φόρεμά της . Η φωτιά ρόδιζε το λεπτό σώμα της, που έμοιαζε σκαλισμένο σε ωχρό κεχριμπάρι. Ξαφνικά ο Ζένγκι μουρμούρισε:
Σε γέλασα, νέα μου , δεν είμαι ακόμη τελείως τυφλός. Σε διακρίνω αδιόρατα μέσα σε μια ομίχλη , που είναι ίσως η αχλύ της ομορφιάς σου. Άφησέ με ν΄ακουμπήσω το χέρι μου στο μπράτσο σου που τρέμει ακόμα.
Έτσι , η Κυρά –του-ανθοβόλου-χωριού έγινε και πάλι ερωμένη του πρίγκιπα Ζένγκι, που είχε ταπεινά αγαπήσει για πάνω από δεκαοκτώ χρόνια. Δεν ξέχασε να μιμηθεί τα δάκρυα και τις ντροπαλοσύνες ενός κοριτσιού στον πρώτο του έρωτα. Το σώμα της είχε μείνει εκπληκτικά νέο και η όραση του πρίγκιπα ήταν πολύ ασθενική για να διακρίνει τις λίγες γκρίζες τρίχες των μαλλιών της.


Όταν τα χάδια τους τέλειωσαν η Κυρά γονάτισε μπροστά στον πρίγκιπα και του είπε:
- Σε γέλασα, πρίγκιπα. Είμαι αλήθεια η Ουκιφούου , η κόρη του αγρότη Σό- Χέι, αλλά δεν έχασα το δρόμο μου στο βουνό. Η δόξα του πρίγκιπα Ζένγκι ακούστηκε μέχρι το χωριό και ήρθα με τη θέλησή μου , για ν΄ανακαλύψω τον έρωτα στην αγκαλιά σου.
Ο Ζένγκι σηκώθηκε περπατώντας, σαν πεύκο που λυγίζει από τη βιαιότητα του χειμερινού ανέμου. Και φώναξε με σφυριχτή φωνή:
- Καταραμένη, που έρχεσαι να μου ξυπνήσεις την ανάμνηση του χειρότερου εχθρού μου, του ωραίου πρίγκιπα με τα ζωηρά μάτια, που η εικόνα του με κρατάει άγρυπνο τις νύχτες…. Φύγε…
Και η Κυρά-του-ανθόβολου-χωριού απομακρύνθηκε , μετανιώνοντας για το λάθος που είχε κάνει.



Τις εβδομάδες που ακολούθησαν, ο Ζένγκι έμεινε μόνος. Υπέφερε. Διαπίστωνε με απόγνωση ότι ήταν ακόμα παγιδευμένος στις ματαιότητες του κόσμου τούτου και πολύ λίγο έτοιμος για την παραίτηση και την ανανέωση της άλλης ζωής. Η επίσκεψη της κόρης του αγρότη Σό-Χέι είχε ξυπνήσει μέσα του την επιθυμία για εκείνα τα πλάσματα με τις λεπτές κλειδώσεις , τα κωνικά στήθη, το παθητικό και υποταχτικό γέλιο.

Από τότε που τυφλωνόταν , η αφή έμενε το μόνο μέσο επικοινωνίας με την ομορφιά του κόσμου, καθώς τα τοπία στα οποία κατέφυγε δεν του έδιναν παρηγοριά, γιατί ο ήχος του νερού από τα ρυάκια είναι πιο μονότονος από τη φωνή της γυναίκας και γιατί οι καμπύλες των λόφων και οι βόστρυχοι των σύννεφων είναι μόνο για όσους βλέπουν αιωρούνται πολύ μακριά για να τους χαϊδέψεις.
Δύο μήνες αργότερα , η Κυρά –του-ανθόβολου-χωριού έκανε μια δεύτερη απόπειρα. Αυτή τη φορά ντύθηκε και αρωματίστηκε με πολλή φροντίδα, αλλά πρόσεξε να έχει η ενδυμασία της κάτι το παράτονο και δισταχτικό μέσα στην κομψότητά της΄ και το άρωμά της, διακριτικό, αλλά συνηθισμένο, να δείχνει την έλλειψη φαντασίας μιας νέας γυναίκας, που προέρχεται από οικογένεια μικρών ευγενών της επαρχίας και δεν έχει ποτέ της δει την αυτοκρατορική αυλή.
Φρόντισε να φτάσει στην καλύβα του Ζένγκι όταν είχε πέσει πια καλά η νύχτα.

Το καλοκαίρι είχε φτάσει στο βουνό λίγο πριν από κείνη.
Ο Ζένγκι, καθισμένος στις ρίζες του σφενδάμου, ακουγε το τραγούδι των τριζονιών. Τον πλησίασε μισοκρύβοντας πίσω από μια βεντάλια το πρόσωπό της και ψιθύρισε κάπως συγκεχυμένα:
Είμαι η Σουχό, σύζυγος του Σουκάζου, ευγενούς εβδόμης σειράς της επαρχίας Γιαμάτο. Επήγαινα για προσκύνημα στο ναό της θεάς Ιζέ, αλλά ένας από τους βαστάζους μου έπαθε διάστρεμμα στο πόδι και δεν μπορώ να συνεχίσω το ταξίδι μου πριν την αυγή. Δείξε μου μια καλύβα , όπου θα μπορούσα να περάσω τη νύχτα δίχως να κινδυνεύσω από συκοφαντίες και όπου θα μπορούσαν να ξεκουραστούν οι υπηρέτες μου.
Που άλλού είναι πιο προστατευμένη από τις συκοφαντίες μια νέα γυναίκα απ΄ότι στην καλύβα ενός τυφλού γέρου, είπε με πικρία ο πρίγκιπας. Είναι μικρή η καλύβα μου για τους υπηρέτες σου, που θα μπορούσαν να κοιμηθούν κάτω από αυτό το δέντρο , αλλά θα σου παραχωρήσω το μοναδικό στρώμα του ερημητηρίου μου.
Σηκώθηκε ψηλαφώντας για να της δείξει το δρόμο . Ούτε μια φορά δεν είχε σηκώσει τα μάτια του πάνω της, και απ΄αυτό κατάλαβε ότι ήταν τελείως τυφλός.
Όταν εκείνη ξάπλωσε στο στρώμα από ξερά φύλλα , ο Ζένγκι γύρισε και ξαναπήρε τη μελαγχολική του θέση στο κατώφλι της καλύβας. Ήταν λυπημένος και δεν μπορούσε να ξέρει αν αυτή η γυναίκα ήταν ωραία.
Η νύχτα ήταν ζεστή και φωτεινή . Το φεγγάρι αντιφέγγιζε στο ανασηκωμένο πρόσωπο του τυφλού, που έμοιαζε σκαλισμένο σε άσπρο ίασπη. Μετά πολλή ώρα η Κυρά άφησε το χορτάρινο στρώμα της και ήρθε να καθήσει κι εκείνη στο κατώφλι. Είπε μ΄έναν αναστεναγμό:
Η νύχτα είναι όμορφη και δεν έχω ύπνο. Άφησέ μου να τραγουδήσω ένα από τα τραγούδια που γεμίζουν την καρδιά μου.
Και δίχως να περιμένει απάντηση , τραγούδησε ένα νοσταλγικό τραγούδι, που ο πρίγκιπας αγαπούσε , γιατί το άκουγε άλλοτε συχνά από τα χείλια της εκλεκτής ανάμεσα στις γυναίκες του πριγκίπισσας Βιολέττας.
Ο Ζένγκι ταραγμένος, πλησίασε ανεπαίσθητα την άγνωστη:
Από πού έρχεσαι, νέα γυναίκα, και ξέρεις τραγούδια που τραγουδούσαν τον καιρό της νιότης μου; Άρπα που παίζεις μουσική περασμένων καιρών άφησέ μου να αγγίξω τις χορδές σου.
Και της χάιδεψε τα μαλλιά. Ύστερα από μια στιγμή τη ρώτησε:
Αλίμονο, ο άνδρας σου δεν είναι πιο νέος και πιο ωραίος από μένα , γυναίκα από το Γιαμάτο;
Ο άνδρας μου είναι λιγότερο ωραίος και μοιάζει λιγότερο νέος, είπε απλά η Κυρά-του-ανθόβολου-χωριού.

Ετσι, η Κυρά έγινε με άλλη μεταμφίεση ερωμένη του πρίγκιπα Ζένγκι, στον οποίο ανήκε άλλοτε. Το πρωί τον βοήθησε να ετοιμάσει μια σούπα και ο πρίγκιπας Ζένγκι της είπε:
Είσαι επιδέξια και τρυφερή , νέα γυναίκα , και νομίζω ότι ούτε ο πρίγκιπας Ζένγκι, που στάθηκε τόσο τυχερός στον έρωτα, δεν θα είχε ποτέ ερωμένη πιο γλυκιά από σένα.
Δεν άκουσα ποτέ για τον πρίγκιπα Ζένγκι, είπε η Κυρά κουνώντας το κεφάλι.
Πως αναφώνησε πικρά ο Ζένγκι! Τόσο γρήγορα ξεχάστηκε;
Και έμεινε σκυθρωπός για ολόκληρη την ημέρα.
Η Κυρά κατάλαβε πως έκανε λάθος, για δεύτερη φορά, αλλά ο Ζένγκι δε φαινόταν διατεθειμένος να τη διώξει και έμοιαζε ευτυχισμένος ν΄ακούει το θρόισμα του φορέματός της στο χορτάρι.

Το φθινόπωρο έφτασε, μετατρέποντας όλα τα δέντρα του βουνού σε ισάριθμες νεράιδες ντυμένες στα βαθυκόκκινα και χρυσά, μα προορισμένες να πεθάνουν με τα πρώτα κρύα. Η Κυρά περιέγραφε στο Ζένγκι όλα εκείνα τα βαθυκόκκινα γκρίζα , τα βαθυκόκκινα χρυσαφιά, τα βαθυκόκκινα μαβιά, προσέχοντας πάντα να τα΄αναφέρει με κάποια ευκαιρία και αποφεύγοντας να φαίνεται ότι του προσφέρει βοήθεια.
Γοήτευε συνεχώς το Ζένγκι εφευρίσκοντας αμίμητα περιδέραια λουλουδιών, εκλεπτυσμένα στην απλότητά τους γεύματα, καινούρια λόγια, προσαρμοσμένα σε παλιές μελωδίες, συγκινητικές και πληγωμένες.
Είχε άλλοτε προσφέρει τις ίδιες χάρες στο διαμέρισμα πέμπτης ερωμένης όπου την επισκέπτονταν ο Ζένγκι , αλλά εκείνος, απασχολημένος από άλλες αγάπες, δεν τις είχε προσέξει.

Στο τέλος του φθινοπώρου πυρετοί ανέβηκαν από τα έλη. Τα έντομα έβριθαν στο μολυσμένο αέρα και κάθε αναπνοή ήταν σαν γουλιά νερό από πηγή δηλητηριασμένη.
Ο Ζένγκι έπεσε άρρωστος, και κοίτονταν στο στρώμα από ξερά φύλλα, καταλαβαίνοντας ότι δεν θα ξανασηκωνόταν πιά.
Ντρεπόταν την αδυναμία του μπροστά στην Κυρά και τις ταπεινωτικές φροντίδες στις οποίες τον ανάγκαζε η αρρώστια. Και όμως ο άνθρωπος αυτός που σε όλη του τη ζωή έψαχνε σε κάθε εμπειρία ότι περιείχε το πιο μοναδικό και το πιο σπαραχτικό, δεν μπορούσε να μη γευτεί εκείνο που πρόσθετε αυτή η καινούρια και θλιβερή οικειότητα στην περιορισμένη γλυκύτητα του έρωτα.
Ένα πρωί που η Κυρά του έτριβε τα γόνατα, ο Ζένγκι ανασηκώθηκε στον αγκώνα , και ψάχνοντας ψηλαφητά το χέρι της Κυράς, της είπε:
- Νέα που που φροντίζεις τον ετοιμοθάνατο σε γέλασα. Είμαι ο πρίγκιπας Ζένγκι.
- Όταν πρωτοήρθα σε σένα , ήμουν μια επαρχιώτισσα άπραγη, είπε η Κυρά, και δεν ήξερα ποιός ήταν ο πρίγκιπας Ζένγκι. Ξέρω τώρα ότι υπήρξε ο πιο ωραίος κι ο πιο επιθυμητός από τους άντρες , δεν έχεις πάντως ανάγκη να είσαι ο πρίγκιπας Ζένγκι για να αγαπηθείς.
Ο Ζένγκι την ευχαρίστησε μ΄ένα χαμόγελο. Από τότε που τα μάτια του είχαν σωπάσει, θα έλεγε κανείς πως το βλέμμα του σάλευε στα χείλη του.

Θα πεθάνω είπε με δυσκολία. Δεν παραπονιέμαι για το πεπρωμένο αυτό που μοιράζομαι με τα λουλούδια, τα έντομα και τ΄ αστέρια. Μέσα στο σύμπαν όπου όλα παρέρχονται σαν όνειρο, θα ένοιωθε άδικα κανείς να διαρκεί για πάντα.
Δεν παραπονιέμαι που τα πράγματα, τα όντα , οι καρδιές είναι όλα φθαρτά, αφού ένα μέρος της ομορφιάς τους ανήκει σ΄αυτή τη δυστυχία. Αυτό που με θλίβει είναι η μοναδικότητά τους.
Άλλοτε , η βεβαιότητα πως κάθε στιγμή της ζωής μου θα κέρδιζα μιαν αποκάλυψη, που δε θα επαναλαμβανόταν ποτέ, αποτελούσε την πιο μεγάλη απ΄τις κρυφές μου ηδονές:
Τώρα πεθαίνω με μια αίσθημα ντροπής, σαν ένας προνομιούχος που παίρνει μέρος μόνος σε μια εξαίσια εορτή που δε θα επαναληφθεί δεύτερη φορά.
Αγαπημένα αντικείμενα , δεν έχετε πια μάρτυρα παρά έναν ετοιμοθάνατο τυφλό…..

Άλλες γυναίκες θ΄ ανθίσουν, γελαστές όπως αυτές που αγάπησα, μα το χαμόγελό τους θα είναι διαφορετικό, και η ελιά που με μάγευε θα έχει αλλάξει θ΄ση πάνω στο αλαβάστρινο , λεπτότατο μάγουλό τους. Άλλες καρδιές θα σπάσουν από το βάρος ενός αβάσταχου έρωτα,
Τα δάκρυά τους όμως θα είναι άλλα από τα δικά μας.
Χέρια υγρά από την επιθυμία θα εξακολουθήσουν να σφίγγουν το ένα το άλλο κάτω από μυγδαλιές ανθισμένες, η ίδια όμως λουλουδένια βροχή δεν ανθορροεί δυο φορές πάνω στην ίδια ανθρώπινη ευτυχία.
Ώ , νιώθω σαν άνθρωπος που παρασύρει η πλημμύρα και θα ΄θελε να βρει τουλάχιστον μια γωνίτσα γης στενή για να απιθώσει κάποια κιτρινισμένα γράμματα και κάποιες βεντάλιες με μαραμένες αποχρώσεις……

Τι θ΄απογίνεις , όταν δεν θα βρίσκομαι πια για να σε νοσταλγώ, Ανάμνηση της Γαλάζιας πριγκίπισσας, της πρώτης μου γυναίκας, που στην αγάπη της δεν πίστεψα παρά την επόμενη του θανάτου της;
Κι εσύ Ανάμνηση θλιμμένη της Κυράς- του- ανακτόρου-με τις μπουκαμβίλιες, που πέθανε στην αγκαλιά μου , γιατί ζηλότυπη αντεράστρια ήθελε να είναι η μόνη που με αγαπά;
Κι εσείς Αναμνήσεις της υπερβολικά ωραίας πεθεράς και υπερβολικά νέας συζύγου, που ανέλαβαν να μου μάθουν εναλλακτικά τι υποφέρει κανείς όντας συνένοχος ή θύμα της απιστίας;
Κι εσύ Ανάμνηση με λεπτές αποχρώσεις της Κυράς-τριζόνι-του-κήπου που ξέφυγε από πολλή ντροπαλοσύνη, έτσι ώστε αναγκάστηκα να παρηγορηθώ με το μικρότερο αδελφό της, του οποίου το παιδικό πρόσωπο αντανακλούσε κάποια σημάδια απ΄το ντροπαλό γυναικείο χαμόγελό της;
Κι εσύ-αγαπημένη Ανάμνηση της Κυράς-της-μεγάλης-νύχτας, που ήταν τόσο γλυκειά και που δέχτηκε να κατέχει την τρίτη θέση στο σπίτι μου και στην καρδιά μου;
Κι εσύ φτωχή ποιμενική Ανάμνησητης κόρης του Σό-Χέι, που δεν αγάπησε σε μένα παρά μόνο το παρελθόν μου;
Κι εσύ, κυρίως εσύ, Ανάμνηση μαγευτική της μικρής Σουχό που αυτή τη στιγμή μου τρίβεις τα γόνατα και που δε θα προφτάσεις να γίνεις ανάμνηση; Σουχό, που θα ήθελα να σε είχα συναντήσει νωρίτερα στη ζωή μου , αλλά είναι άδικο πάλι ένα φρούτο να φυλάγεται για το προχωρημένο φθινόπωρο……..

Μεθυσμένος από θλίψη, άφησε το κεφάλι του να πέσει στο σκληρό μαξιλάρι. Η Κυρά-του-ανθόβολου-χωριού έσκυψε πάνω του τρέμοντας και ψιθύρισε:
- Δεν ήταν στο παλάτι σου και μια άλλη γυναίκα , που δεν ανέφερες τ΄ όνομά της;
Δεν ήταν γλυκιά ; Δεν την έλεγαν Κυρά–του- ανθόβολου- χωριού;
Ω, θυμήσου ...... Αλλά ήδη τα χαρακτηριστικά του πρίγκιπα Ζένγκι είχαν αποκτήσει την ηρεμία εκείνη που ανήκει στους νεκρούς.
Το τέλος κάθε πόνου είχε σβήσει από το πρόσωπό του κάθε ίχνος κορεσμού ή πίκρας κι έμοιαζε να τον έχει πείσει εκείνο τον ίδιο πως ήταν ακόμα δεκαοχτώ χρονών.
Η Κυρά–του-ανθόβολου-χωριού ρίχτηκε στο χώμα ουρλιάζοντας αδιάφορη για κάθε σωστή συμπεριφορά.
Τα αλμυρά δάκρυα χαράκωναν τα μάγουλά της σαν τη βροχή καταιγίδας, και τα μαλλιά της μαδημένες τούφες, πετούσαν γύρω φτερωτές μπάλες από μεταξωτά χνούδια.
Το μόνο όνομα, που ο Ζένγκι είχε ξεχάσει ήταν ακριβώς το δικό της!!!



( Νouvelles Orientales, Διηγήσεις της Ανατολής - από το θαυμάσιο γιαπωνέζικο μυθιστόρημα του 11ου αιώνα Ζένγκι - Μονογκατάρι, της Μουρασάκι Σικίμπου)
(μετάφραση , Αννα Φραγκουδάκη )

Υ.Γ.
Από το παλιό περιοδικό « σκούπα » , τεύχος 3, Δεκέμβριος 1979 .