Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

Κ. Γ..Καρυωτάκης - η πιστολιά που ακούστηκε από την Πρέβεζα -



Πρέβεζα , 21 Ιουλίου 1928.


Ο Κ.Γ. Καρυωτάκης, η ολοκληρωμένη προσωπικότητα , που ήταν στίχος η κραυγή του, έφυγε, με μια γενναία όσο και απελπιστική πράξη αυτοκτονίας.

-~ Η πιστολιά που ακούστηκε από την Πρέβεζα~ - ειδοποιούσε πως ο ποιητής αυτός ( ποιητής ουσίας και μορφής ) είχε πια πλάσει και δημοσιεύσει το έργο του και πως είχε φύγει από τη ζωή , βγαίνοντας ελεύθερα έξω από τον" τυραννικό πόνο του ανθρώπου και των πραμάτων".
******
"Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου , δώθε απ΄τ΄όνειρο και κείθε από τη γή!
Όταν απομακρύθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή."

******
Κάτσε να σου πώ μια ιστορία .
Άντε, άναψέ μου το τσιγάρο κιόλας.
Ιστορία χωρίς καπνό δε γίνεται.

Θα σου μιλήσω για τη θάλασσα της ωραίας Πρέβεζας ,
τους ασήμαντους δρόμους που περπάτησα μέχρι τον Ελαιώνα ,
για το καφενείο που σύχναζα όταν έφθανε η ώρα επτά ....,
για την πλήξη της δουλειάς μου στη Νομαρχία
και για τον" Πόνο του Ανθρώπου και των Πραμάτων(1919)",
"τα Νηπενθή (1921)" , το " Ελεγεία και Σάτυρες (1927)",
για τον σπαραγμό, την καταλυτική αίσθηση της ποίησης,
το δράσκέλισμα στο φοβερό κατώφλι της αθανασίας.

- Στην Μαρία -

Δεσποινίς ,
Είναι μια εβδομάδα που βρίσκομαι εδώ, και δεν έχω τίποτε άξιο λόγου για να σας πληροφορήσω.
Κάθομαι στο γραφείο και βλέπω μια λουρίδα θαλάσσης, ένα πλάτανο, ένα πηγάδι και διάφορα άλλα ασήμαντα πράγματα.
Έγγραφα υπάρχουν φύρδην - μίγδην στα συρτάρια.
Ευτυχώς δεν έρχονται νέα, και δε θέλω ακόμη να θίξω τα κακώς κείμενα παλιά.
Περιμένω λοιπόν να έλθει το μεσημέρι.
Αφού γευθώ τον επιούσιον στο μοναδικό εστιατόριο της πόλεως , θα κοιμηθώ, έπειτα θα ξαναέλθω εδώ στο δημόσιο άσυλο, θα κάνω ένα λυσσαλέο περίπατο στην προκυμαία και τέλος θα έχω τη σπάνια τύχη να φάγω για δεύτερη φορά.
Έτσι θα περάσει κατά τον ενδόξότερο τρόπο και η σημερινή ημέρα, ακριβώς όπως επέρασαν και οι προηγούμενες, όπως θα περάσουν κι εγώ δεν ξέρω πόσες ακόμη ημέρες.


- Στον ξάδελφό του -

" Δωμάτιο ήβρα σ΄ένα ερειπωμένο σχεδόν σπίτι. Ελπίζω να μην πέσει πάρα πολύ σύντομα , ή ,αν πέσει , να μην είμαι μέσα , ή , αν είμαι , να μην πάθω τίποτε, δεδομένου μάλιστα ότι θα προφτάσω να πηδήσω στο απέναντι σπίτι, αφού ο δρόμος, ένας από τους κεντρικότερους , το επιτρέπει. Είναι γωνία, στην αγορά.........

Άλλο γράμμα

" Τώρα και κάμποσες μέρες έχουμε μουσική στο καφενείο της παραλίας, από δύο όργανα, δηλ. ένα σαντούρι και το φωνητικόν όργανον ενός Σμυρνιού.
Γραφικότατο κοινόν κάθεται στις καρέκλες ροφώντας απολαυστικά τσιτσιμπύρα.
Γύρω ένα τείχος τσαμπατζήδων .
Και μέσα στις βάρκες, γλυκύτατοι παρθένοι, κόραι αλιέων, ύστατοι φορείς του ρομαντισμού , λικνίζονται παθητικότατα υπό τους κλαυθμηρισμούς των αμανέδων.....

" Ζωγραφική δεν άρχισα, ούτε φαίνεται πιθανό ν΄αρχίσω ελλλείψει κεφιού.... Σου εσωκλείω ένα ποίημά μου ( το ΄Πρέβεζα΄, με τίτλο "Επαρχία" ).


"Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνται

στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια

.........

ο ελαιώνας , γύρω η θάλασσα κι ακόμη

ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους

.......

- Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπους

αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία

σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,

θα διασκεδάζαμε όλοι την κηδεία.

Στις επτά η ώρα , κάθεται στο καφενείο, όπου ελπίζει να είναι μόνος:


Από άλλη επιστολή του.

" Ο Νομαρχών Εισηγητής ( τυφλός ) και ο Λογιστής της Νομαρχίας ( χωλός ) μου κάναν τη σχετική πρώτη επίθεση για παρέα , αλλ΄ απεκρούσθησαν αναιδέστατα κι έκτοτε δεν επανήλθαν.
Εν τούτοις είναι καλότατοι άνθρωποι κι αυτοί και όλοι οι άλλοι φουκαράδες που στεγάζονται στο ίδιο με μένα άσυλο" .

Γράφει συνέχεια γράμματα , απευθύνεται σε πρόσωπα , για να μην είναι μόνος. Νοιώθει εξόριστος και η αποστροφή του στο ποίημα " Πρέβεζα" , δεν αφορά τη συγκεκριμένη πόλη, αλλά τις κλειστοφοβικές συνθήκες της επαρχίας γενικότερα , πόσο μάλλον της επαρχίας στην δραματική εποχή του ΄20.

--Είναι κτισμένη στο λαιμό του Αμβρακικού κόλπου απέναντι από το Άκτιο και επικοινωνεί μ΄ένα στενό άνοιγμα με το Ιόνιο Πέλαγος.
Για την " ωραία Πρέβεζα " σου μιλώ , την δική του Πρέβεζα , του ποιητή μας, με την αποθέωση του προσωπικού ύφους , το μακάβριο χιούμορ και την σπαρακτική αλήθεια μέσα από τον στίχο του.
--Επικοινωνεί με δυό θάλασσες μια ανοιχτή και μια κλειστή και η θέση της σε σχέση με το ύψος της εσωτερικής θάλασσας, είναι χαμηλή ,
δημιουργώντας κάποιες φορές μια αίσθηση , ότι βουλιάζει μαζί με τους ευκάλυπτους στην Κυανή ακτή της,
και ότι καθρεπτίζεται στα χρώματά της κάθε νοσταλγικό απόγευμα .
Αν σε βρει συναισθηματικά ευάλωτο αυτό το μέρος, όπως τον Ποιητή μας, μπορεί να βουλιάξεις και συ μαζί της.

- -Περιμένοντας στην Πρέβεζα την καινούργια απόσπαση για την πρωτεύουσα ,γράφει , αλλάζοντας διαθέσεις από την πιο σαρκαστική στην πιο θανατερή, δίνοντας μερικές μέρες διορία στον εαυτό του μέχρι τις 29 του μηνός, Ιουλίου 1928 , μήπως από τις ενέργειες των δικών του κάτι συμβεί.
Τι ειρωνία ! δεν την εξάντλησε την διορία που είχε δώσει στον εαυτό του, γιατί εκ των υστέρων του είχαν εγκρίνει και αναρρωτική άδεια σαράντα πέντε ημερών.
Αλλά ο Καρυωτάκης θα έφευγε έτσι κι αλλιώς , είτε με αναρρωτική άδεια , είτε "αλλιώς" ......
Η μετριότητα είναι αμείλικτη με ότι προεξέχει σ΄όλες τις εποχές!

Β. Ρώτας( Φεβρουάριος 1928)

"Μελαγχολικό παιδί ο Καρυωτάκης, μα τον είχα συμπαθήσει από την πρώτη φορά που παρουσιάσθηκε με τον Πόνο του Ανθρώπου και των Πραμάτων.
Αγκαλιά φτωχικιά τότε και δειλή, όμως έδειχνε ευγένεια και σεμνότητα η θλιμμένη του εμφάνση .......
Μαραζώνει απογοητευμένος από τη ζωή που φεύγει, παράκαιρα , δίχως χαρά ή λύπη, δίχως ικανοποίηση, τσακίζεται και τα ρίχνει τ΄άρματα":

Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,

όταν ακούσεις ανθρώπους

Ο Β.Ρώτας καταλογίζει όμως στον ποιητή " εγωπάθεια" , "μελαγχολία και θλίψη, δίχως αφορμή", παρομοιάζοντάς τον σαν ένα πεισματάρικο παραχαιδεμένο παιδί που κρέμασαι μούτρα από εγωπάθεια και βαριεστημάρα......

Τέλλος Άγρας (1938)

" Η δική μας η γενιά εβγήκε , σχεδόν όλη από την Βιβλιοθήκη του Φέξη. Απ΄εκεί επήγασαν τ΄αγαθά της , απ΄εκεί και τα ελλατώματά της:
κι ο λυρισμός της , αλλά κι η μεγαλοστομία της ΄η θεωρητική της μόρφωση, αλλά κι ο προφητικός της τόνος - ο <μεσσιανισμός> της ' απ΄εκεί , τέλος η γερμανοπάθεια κι η ασιανοπάθεια , που ζωηρά άλλωστε καθρεφτίστηκαν όλ΄αυτά στα τότε αντιπροσωπευτικά φιλολογικά περιοδικά των νεωτέρων.
Ο Καρυωτάκης απ΄όλα αυτά έλλειπεν.
Αμέτοχος ο άνθρωπος, η εργασία του άγνωστη.
Αυτός ερχόταν , μονος του, απ΄αλλού.
Ερχόταν αργά, από δρομο δικό του.

Αληθινά ο Καρυωτάκης είναι ο αντιπροσωπευτικός ποιητής μιας εποχής κατά τα λεγόμενα του Γρυπάρη και τότε ίσως ήταν η επισημότερη καθιέρωση του έργου του ποιητή.
"<< Αν προσέξετε, θα ιδείτε ότι κάθε εποχή βρίσκει τον αντιπρόσωπό της. Παλαιότερα τον εβρήκε στον Καβάφη. Έπειτα στον Βάρναλη . Τελευταία στον Καρυωτάκη.>>"

¨Τον εγνώρισα τέλος και προσωπικά. Τον εγνώρισα σ΄ένα λαμπρό - τουλάχιστον τότε - και, υπηρεσιακώς , σχεδόν ανεξάρτητο, Παράρτημα του Υπουργείου της Προνοίας στην οδό Κοραή μέσα σ΄ευρύχωρο και αξιοπρεπέστατο γραφείο, με χαλιά, με καλοριφέρ, με καινούργια έπιπλα, με πέτσινες πολυθρόνες - κι εκείνος μόλις είχε γυρίσει από τη χειμωνιάτικη Ευρώπη, άψογα ντυμένος - όπως πάντα, άλλωστε - , υπάλληλος με πολύ καλή θέση , πρόθυμος και περιποιητικός, τουλάχιστστο στο φαινόμενο, ομιλητικός και συνετός.
Ήταν μάλλον κοντόσωμος, τα μάτια του έπαιζαν , ανήσυχα και άστατα.
Το στόμα και το πηγούνι ήσαν χαρακτηριστικά βαρυθυμίας. Μα κατά τα λοιπά , σχεδόν τίποτε πάνω δεν έδειχνε κάτι το ιδιόρυθμο ή το αποκαλυπτικό. Όσο για την ομιλία του, ήταν από τις λίγες τίμιες , στρωτές ομιλίες: ανεπιτήδευτη, κανονική, διαφωτιστική - και απλή.
Το γέλιο του , μόνον αυτό δεν ήταν τόσο απλό.
Ο Καρυωτάκης γελούσε συχνά, δηλαδή , μαλλον χαμογελούσε συχνά΄ μα , παράξενο πράγμα! Ακριβώς αυτό το χαμόγελο ήταν το μόνο που φανέρωνε όλη του την πικρία!
Χαμογελούσε , μπορεί να πεί κανείς , μόνο με το μισό πρόσωπο. Τ΄άλλο μισό έμενε όπως πριν. Και έτσι η φυσιογνωμία του γινόταν, θαρρείς, ακανόνιστη, διχασμένη, δισυπόστατη. Και κατέβαζεν αμέσως τα μάτια κάτω, σα να ΄κανε αμαρτία.¨
Ως την ημέρα του θανάτου του , ολίγες φορές είχαμε ξανασυναντηθεί, τις περισσότερες στην οδό Σταδίου.
Ο Καρυωτάκης , ο ίδιος πάντα. Φορούσε τάχα την προσωπίδα του κοινωνικού ανθρώπου; Με ανεχόταν; Ίσως....
Ημπορούσε κι ο Καρυωτάκης να δημιουργήσει ψευδαίσθηση, όπως άλλοι ρομαντικοί. Εγινε αντιθέτως , ρεαλιστής.
Ημπορούσε να μείνει, όπως κι άλλοι ρομαντικοί , μελαγχολικός.
Η μελαγχολία δεν είναι παρά ευγένεια. Η μελαγχολία είναι τεκμήριο ευαισθησίας , κι η ευαισθησία δεν είναι πρόσφορη μόνο για τη λύπη, παρά εξίσου για τη χαρά, την τρυφερότητα, τον θαυμασμό , την έκσταση, τη λατρεία!
Ημπορούσε να μείνει μελαγχολικός. Έγινε τραγικός.
Ημπορούσε να φιλοσοφήσει, ν΄αναχωρήσει εις την Τέχνη. Ημπορούσε να γίνει φιλόσοφος. Έγινε σατυρικός.
Αυτό το χάσμα ανάμεσα στα χοικά και στα πνευματικά , στην ομορφιά και στην ανάγκη, δεν το έκλεισε ποτέ ως το τέλος.
Στεκόταν εκεί εμπρός του , να το βλέπει , να το πιστοποιεί αδιάκοπα και να το φωνάζει και στους άλλους.

Ο ρομαντισμός της φαντασίας - που μισει τον ρεαλισμό της λογικής.
Ο ρεαλισμός της λογικής - που πνίγει τον ρεαλισμό της φαντασίας .
Ελευθερία και μίσος.
Κίνδυνος , αλλά και πείσμα.

Μανόλης Λαμπρίδης ( Ιούλιος 1955 )

........ Ο Καρυωτάκης αηδιασμένος εντελώς από τον αστικό κόσμο, και μη βρίσκοντας τίποτε άξιο λόγου αλλού πουθενά , τραβάει την Άρνησή του ως την έσχατη λογική συνέπεια , και πραγματοποιεί την έξοδο " απ΄ τη μαύρη τούτη κόλαση" .

Η άρνησή του και η διαμαρτυρία του είναι καθολική και σπαραχτική:

( Αισιοδοξία )

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει

από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής,

κι ας τραγουδήσουμε , το τραγούδι να μοιάσει

νικητήριο σάλπισμα , ξέσπασμα κραυγής -

τους πυρρούς δαίμονες , στα έγκατα της γης,

και, ψηλά, τους ανθρώπους, να διασκεδάσει.


Αυτή η βαριά απελπισία , χωρίς το αντίβαρο μιας πολύ δυνατής πίστης πως δεν είναι εφικτή καμιά ξεχωριστή, ατομική λύτρωση, μπορεί να τραβήξει στο γκρεμό τον ευαίσθητο ποιητή:
Ο Καρυωτάκης βρίσκεται σε γοερή - και ενσυνείδητην - αντίθεση προς τον κόσμο των αστών , τον γεμάτο ψέμα και απανθρωπιά.
Τα ιδανικά που φλογίζουν και καίνε τον Ποιητή - τη Λευτεριά , την Αρετή, την Ανθρωπιά, την Αξιοπρέπεια - τα έχουν απεμπολήσει οι αστοί.
Ξεσκεπάζοντας με πικρό σαρκασμό την υποκρισία τους και τη σαπίλα τους δείχνει όλον τον πόνο της τρυφερής ψυχής του.
Και δεν αρνιέται ¨κατ΄αρχήν¨ μόνο τον αστικό κόσμο. Αποδοκιμάζει και σαρκάζει τις καθημερινές εκδηλώσεις και σχέσεις των αστών , την κενότητά τους, το σνομπισμό τους.

Κάθαρσις ( πεζογράφημα)

~ Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω , να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος , να κυλώ και να φθάσω.

Κανάγιες!

Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.....~

Ο Καρυωτάκης κι ο Καβάφης δεν είναι ποιητές της ιδεολογίας των κλονιζόμενων κυρίαρχων. Εκφράζουν την παρακμή της κυρίαρχης τάξης. Δεν αγωνιούν μήπως χάσουν κάτι - ή έστω μήπως χαθεί κάτι που αξίζει και που χωρίς αυτό ο κόσμος θα γινόταν άσχημος: αυτό αποτελεί την ουσία της συντηρητικής ψυλογογίας. Εκφράζουν την παρακμή απέξω. Η στάση τους είναι αποδοκιμασία , χλευασμός , μυκτηριασμός των " αξιών" , περιφρόνηση και αηδία. Δεν ανήκουν ηθικά στην άρχουσα τάξη και δεν την εκπροσωπούν καλλιτεχνικά . Βρίσκονται αντιμέτωποί της - κι όταν ακόμα στέκονται στο κενό ...

Το γεγονός ότι ο Καρυωτάκης , όπως και ο Καβάφης χρωστούν την καθιέρωσή τους στην " ένοχη τόλμη" των αστών της παρακμής., δε σημαίνει πως είναι και οι ίδιοι εκπρόσωποι του "λυρισμού της παρακμής και της αρρωστημένης ψυχολογίας του παρακμιασμένου αστού".

Αναμφισβήτητα , και ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης "βγαίνουν " από την παρακμή. Όχι , όμως λογικά, παρά διαλεκτικά. Όχι σαν θέση , συντηρητική του φθίνοντος, παρά σαν άρνησή του.

Τ΄αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς

το μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσει

Κ.Γ.Κ

Βιβλιογραφία:

Άπαντα Κ.Γ.Καρυωτάκη ( Μελετήματα - Β.Ρώτας , Τ.Άγρας, Μ.Λαμπρίδης )

Βρέχει φώς (Κ. Γκιμοσούλης )