Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Απόγιομα μιας Αυγουστιάτικης Κυριακής

Απόγευμα Κυριακάτικο , λίγο μετά τον Δεκαπενταύγουστο.
  Η ζέστη είχε υποχωρήσει , μαλάκωσε σιγά σιγά και μπορείς να καθίσεις στο τραπέζι του μικρού μπαλκονιού να απολαύσεις τον απογευματινό καφέ,  να μυρίσεις τους βασιλικούς, που επιβίωσαν και αυτό το Καλοκαίρι.
Ένα κομμάτι ουρανού σκάει από το άνοιγμα των απέναντι πολυκατοικιών , κάποιο αεροπλάνο στον ορίζοντα , που επιστρέφει στο αεροδρόμιο από ένα ταξίδι μακρινό ή κοντινό , ποιος το γνωρίζει ;

Πολλά μπαλκόνια κλειστά. Σηκώνεις τα μάτια ψηλά και μια ηλικιωμένη γυναίκα στο καρεκλάκι της με γυρισμένη λοξά την πλάτη της, αγναντεύει   το Αυγουστιάτικο απόγευμα που φεύγει , εκεί στριμωγμένη στα κάγκελα του μικρού μπαλκονιού.
Κοιτάζεις φευγαλέα και αποσύρεις ευγενικά το βλέμμα προς τα κάτω.
Στο ισόγειο διαμέρισμα , πάντα εκεί στην άκρη του μπαλκονιού , κάποιο παλικαράκι , ξεφυλλίζει ένα βιβλίο ή περιοδικό. Ο ήλιος δείχνει να μην τον έχει χαϊδέψει, άσπρη , χλωμή επιδερμίδα , το άσπρο της κλεισούρας στα ανήλιαγα δωμάτια.
Σκοτώνει την ώρα του κοιτάζοντας πολλές φορές μακριά μασώντας ηλιόσπορους.
 Σε κάποιο άλλο μπαλκόνι εμφανίζεται μια γυναικεία φιγούρα με ξερακιανό πρόσωπο, κουρασμένο  που κάτι πήγε να απλώσει , κάτι να μαζέψει , μισανοίγοντας την πόρτα και κρατώντας την μισανοιγμένη, για να χωθεί πάλι βιαστικά  μέσα στην θαλπωρή  του σπιτιού της.
Ένα ανδρικό κεφάλι μισοφαίνεται , καθισμένος στωικά σ ‘ ένα τραπέζι κοντά στην πόρτα.
Υποψιάζεσαι ότι ούτε αυτοί έφυγαν από την πόλη , εδώ σέρνουν την ζωή τους , ξεχνώντας την θάλασσα, τον καλοκαιριάτικο μεσημεριανό ήλιο , που  ψήνει στο κορμί την αλμύρα.
Πιο χαμηλά σε άλλο μπαλκόνι , λίγους πήχεις από το έδαφος, δύο κόκκινες ξεβαμμένες από τον καιρό πολυθρόνες και ένα τραπεζάκι τσίμα τσίμα να χωράει  στη μέση, ξεκουράζουν δυό εύσωμες  γυναίκες , που συνομιλούν ζωηρά για κάτι που τις απασχολεί.
Συνεχίζουν την συνομιλία και με άλλα θέματα , ίσως πιο βαριεστημένα , γιατί να σηκωθούν  να μπούνε μέσα στο πνιγηρό διαμέρισμα;  Εκεί τουλάχιστον αναπνέουν κάτι από τον αέρα της ζεστής και άχρωμης πόλης.
Σηκώνεις το βλέμμα και βλέπεις δυό περιστέρια φτεροκοπώντας να απαγκιάζουν σ΄ένα περβάζι του απέναντι σκονισμένου, κλειστού παράθυρου.
Τα παρακολουθείς και το μυαλό αρχίζει εκείνες τις περίεργες δαιδαλώδεις διαδρομές , που από το ξάφνιασμα του πετάγματος των περιστεριών , βρίσκεται στο Περιστέρι , εκεί στις Δυτικές συνοικίες .

Κουνάς το κεφάλι , να φύγεις από εκεί , υποψιάζεσαι την παγίδα , που σου έστησε το πέταγμα των πουλιών , αλλά   ο νους εκεί, δεν σου κάνει το χατίρι .
Πρόσφατο ακόμα , νωπό το γεγονός.  Ναι! για κείνο το  ψηλό , γεροδεμένο παιδί  « αθώο γίγαντα », λένε ότι τον φώναζαν οι φίλοι του, το άνεργο παιδί , που  δεν μπόρεσε να γυρίσει με το τρόλεϊ  σπίτι του. Του έλλειπε το εισιτήριο της γραμμής Σύνταγμα – Περιστέρι.
Άνεργος , από φτωχική γειτονιά , του έλλειπε ένα εισιτήριο για να βρεθεί εκεί στη γειτονιά του , στο Περιστέρι , στην πόρτα του σπιτιού του και αργότερα με τους φίλους , που ίσως τον περιμένανε.
Δεν πέρασε με το τρόλεϊ  για την ζωή του, από την ανεργία και τον αγώνα για κάποιο ίσως  καλύτερο αύριο.
Άλλαξε απότομα κατεύθυνση, γιατί η ζωή άγρια και  απάνθρωπη του σφύριξε ¨«εισιτήριο» ή δεν περνάς.
Ο κόσμος βίαιος , ανακατεμένος , θολωμένος με ελάχιστη έως καθόλου ανοχή και γενναιοδωρία.
Οι μέρες που ζούσε σκληρές , - κρίση παρατεταμένη , ανεργία , ύφεση ,απελπισία , ηττοπάθεια, δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει το ταξίδι του στη ζωή και αργότερα ίσως να την άλλαζε.
Αντί για εισιτήριο στο μέλλον ,στη ζωή που του ανήκε , ήταν μόνο δεκαοκτώ χρονών ,- του δώσανε το κέρμα ( εισιτήριο ) για να περάσει απέναντι . Εκεί που δεν ενδιαφέρει αν είσαι νέος, άνεργος με  μικρά  ή μεγάλα όνειρα, με φτερά  δυνατά ή ψαλιδισμένα .
Στις καρδιές όμως των ανθρώπων , των ανθρώπων που βρίσκονται αλληλέγγυοι στην δυστυχία , την ανεργία , στη φτώχεια και την αδικία ,έμεινε σαν πληγή ,σαν ενοχή , έμεινε σαν οργή , σαν υπόσχεση να την αλλάξουν την χαμοζωή και να έχουν όλοι οι νέοι ένα χαμογελαστό εισιτήριο , που θα κλείνει το μάτι στην ελπίδα, στην ζωή.!
Είχε  πια σουρουπώσει για τα καλά.
Από το άνοιγμα των πολυκατοικιών έβλεπες τον ουρανό  πούχε αλλάξει χρώμα και έπαιρνε το μπλε της νύχτας και όλο γινόταν και πιο σκούρο .
Αργότερα ίσως κάποιο νεαρό αστέρι να τρεμοπαίζει κοιτάζοντας κάτω προς τα μπαλκόνια των σπιτιών.
Οι ήχοι αραίωναν σιγά- σιγά .
Σηκώθηκε , μάζεψε τα πράγματα από το τραπέζι του μπαλκονιού .
Ίσως κάποιοι σηκώσουν τα μάτια ψηλά και δουν ένα νεαρό αστέρι να τρεμοπαίζει εκεί σε κάποια γειτονιά, στις γειτονιές της δυτικής όχθης, στις γειτονιές του Κόσμου.