Κυριακή 9 Ιουλίου 2017









Η χρονιά πέρασε χωρίς να γίνει το σπίτι , γιατί οι μαστόροι δεν πρόλαβαν να τελειώσουν εκείνο που φτιάχναν στο καραούλι. Εκείνος ο χειμώνας ήταν σκληρός για όλους.
Τα πουλιά του βάλτου , νοιώθοντας από νωρίς το κακό που ερχόταν , άρχισαν να μεταναστεύουν . Λίγο πριν τελειώσει ο Σεπτέμβρης , για μέρες, σε ομάδες μικρά σύννεφα από αργυροπελεκάνους , φαλαρίδες και αγριόπαπιες περνούσαν μεσούρανα πάνω από το χωριό και χάνονταν προς την ανατολή.
Οι κάτοικοι ανήσυχοι από την μεγάλη απόδραση κατάλαβαν , αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά πράγματα.........................................
Τα ζώα φωνάζαν πεινασμένα στα παχνιά τους , ενώ τα τσακάλια κι οι αλεπούδες γυρίζαν γύρω από τα καλύβια αδιάφορα στις ντουφεκιές που τα ξαπλώναν κάτω νεκρά......
Εκείνο τον χειμώνα ο βάλτος ήταν ένα ΑΠΈΡΑΝΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΊΟ και οι ξερές καλαμιές πάνω από τα νερά ήταν σαν ασπρόμαυρη φωτογραφία..
ο Γιάννης δεν μπορούσε ακόμη να καταλάβει που το πήγαινε ο νονός του και περίμενε με κομμένη την ανάσα.Η διήγηση του γέρου τον είχε συνεπάρει κια του άρεσε που άκουγε μια ιστορία για τον πατέρα του...
Ο Γιάννης δεν άκουγε πια . Είχε γείρει και μετρούσε τις λέξεις μια μία σαν κέρματα που πέφτουν στο τσιμέντο και βγάζουν τον ίδιο καμπανιστό ήχο.
Ο γέρος κάποια στιγμή σταμάτησε και προσπάθησε να βρει σταγόνες στο άδειο μπουκάλι.
...Ύστερα έγειρε στο πλάι και αποκοιμήθηκε.Ο νέος άντρας σκέπασε τον γέροντα με μια παλιοκουβέρτα,,,,,Απ΄το Ζάλογγο .άστραφτε. Η βροχή κάλπαζε πάνω στις καλαμιές του βάλτου.Η φωνή του ήταυρου σύρθηκε για τελευταία φορά στην πλαγιά του βουνού./


Ήταυρος = ερωδιός μυστικοπαθής των μεγάλων καλαμιώνων του Αμβρακικού , η φωνή του σαν μουγκρητό , πληγωμένου ταύρου , ακούγεται χιλιόμετρα μακριά τις ανοιξιάτικες νύχτες.
{{{ Η Κραυγή Του Ήταυρου / Βαγγέλης Κούτας /}}}

Τρίτη 4 Ιουλίου 2017

Tο κίτρινο κεχριμπαρί του Ιουλίου




                                           









Ιούλιος , ο καυτός μήνας του Καλοκαιριού .
Η άσφαλτος ζέχνει από τις κάθετες ακτίνες του ήλιου , και τα φρούτα λαχταριστά με δάκρυα που στάζουν νερό βγαλμένα μέσα από την ψύξη, 
μας προσκαλούν για τις όμορφες γεύσεις τους .
Στα καραβάκια τα πρωινά σπαρταρούν οι γόπες , οι σαρδέλες, τα κεφάλια ,οι μουρμούρες ( γεμίζει το Ιόνιο πέλαγος τις μέρες του καλοκαιριού) , και όλα τα είδη ψαριών που γνωρίζουμε και απολαμβάνουμε με το κατάλληλο κρασί , μπύρα ή ουζάκι.
Τα περβάζια των παραθύρων γεμάτα πολύχρωμα γεράνια και οι αμμότοποι στις ακτές πλημμυρισμένοι πια με ασφοδέλια .
Τα μεσημέρια , όταν η ζέστη του Ιουλίου σε παραλύει ,
εσύ αντί να απολαύσεις την ραστώνη της χαλάρωσης ,
νοερά φεύγεις , - παιδί , - έφηβη, ΄
και όταν όλη η οικογένεια ξεκουράζεται,
εσύ πηγαίνεις στον κήπο ,που περικυκλώνει το σπίτι ,
μαζί με τον ανθόκηπο .
Πηγαίνεις στις κερασιές από κάτω και πατώντας το κίτρινο χορτάρι ,
απλώνεις τα χέρια και   τσαφ  τα πορφυρά κεράσια λιώνουν στα χέρια σου!!!.
Τα τζιτζίκια πετούν για τις κορομηλιές και τις ελιές ,που ζώνουν το κτήμα.
Η ευτυχία κάπου εκεί βρισκόταν , στις στιγμές αυτές , μέχρι και το ροχαλητό του πατέρα ακουγόταν ήρεμα και γλυκά .
Ήταν όλοι εκεί , και η ΦΎΣΗ ΟΡΓΊΑΖΕ ΚΑΙ ΠΑΝΗΓΎΡΙΖΕ με όλους μας και εμείς μικρά παιδιά αθώα και ζωηρά εκτοξευόμασταν σε γαλάζια καλοκαιρινά μεσημέρια !!.
Δεν υπήρχαν απώλειες , ο πατέρας αναδίπλωνε τα φτερά του και μας προστάτευε όλους από την κακοτυχιά και ήταν εκεί επιφυλακή κόντρα στον ήλιο , στην βροχή , στην κάθε μπόρα.............