…. …Τα έχω πολύ καιρό
.
Φαντάζομαι πως θα μπορούσα να τα πιάσω με τα χέρια αν
ήθελα,
μα όποιος πιάνει τους κροταλίες με τα χέρια , αργά ή γρήγορα , αρπάζει μια δαγκωνιά. «
Απλώς δεν θέλω να το ρισκάρω».
Κοίταξε τη γυναίκα . Δεν ήθελε να βάλει το ποντίκι μέσα. Εκείνη
είχε μετακινηθεί μπροστά στο νέο κλουβί
΄τα μαύρα μάτια της ήταν πάλι καρφωμένα στο πετρωμένο κεφάλι του φιδιού.
Είπε ¨ « Βάλτε μέσα το ποντίκι ».
Εκείνος πήγε απρόθυμα στο κλουβί με τους ποντικούς . Για
κάποιον λόγο , λυπόταν τον ποντικό , και τέτοιο συναίσθημα δεν είχε ξανανιώσει
πριν.
Τα μάτια του
πλανήθηκαν πάνω στη μάζα των αναρριχώμενων λευκών κορμιών , που στριμώχνονταν
για να σκαρφαλώσουν στην συρμάτινη σίτα
προς το μέρος του.
«Ποιό ;» σκέφτηκε , « ποιό θα πρέπει να πάει; »
Ξαφνικά στράφηκε οργισμένος στη γυναίκα .
« Δε θα προτιμούσατε να βάλω μια γάτα; Έτσι θα βλέπατε
πραγματική μάχη. Η γάτα θα μπορούσε ακόμα και να νικήσει , κι αν το κατάφερνε
ίσως να σκότωνε το φίδι. Θα σας πουλήσω
μια γάτα αν θέλετε».
Εκείνη δεν τον κοίταζε
΄ - Βάλτε έναν ποντικό» , είπε « Θέλω να φάει »
Ο δρ. Φίλιπς άνοιξε το κλουβί με τους ποντικούς και
έχωσε μέσα το χέρι του…. Προχώρησε
γρήγορα , διασχίζοντας το δωμάτιο , άνοιξε το κλουβί και έριξε τον ποντικό στον
πάτο με την άμμο . « Και τώρα κοιτάξτε», φώναξε.
Η γυναίκα δεν του απάντησε ΄τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο
φίδι, που κείτονταν ακίνητο. .
Ο ποντικός προσγειώθηκε στα πόδια του , στράφηκε γύρω του
και μύρισε την ρόδινη γυμνή ουρά του , και ύστερα έκανε ένα αδιάφορο τροχαδάκι
πάνω στην άμμο , μυρίζοντας , καθώς προχωρούσε.
Το δωμάτιο ήταν σιωπηλό .
Ο δρ. Φίλιπς δεν ήξερε αν ήταν το νερό που αναστέναζε
ανάμεσα στους πασσάλους ή η νέα γυναίκα.
Με την άκρη του ματιού του είδε το κορμί της να ζαρώνει και να κοκαλώνει.
Το φίδι κινήθηκε απαλά , αργά . Η γλώσσα τρεμόπαιζε μέσα
έξω. ..
Στην άλλη άκρη του κλουβιού ο ποντικός σήκωσε ζωηρά το
κεφάλι του κι ανακάθισε και άρχισε να γλείφει το φίνο άσπρο τρίχωμα στο στήθος
του.
Το φίδι κινήθηκε
σχηματίζοντας πάντα μια βαθιά καμπύλη S στο λαιμό του.
Ο νεαρός ένιωσε τη σιωπή να σφύζει ... είπε δυνατά : « κοιτάξτε! Έχει έτοιμη την καμπύλη της επίθεσης. Οι
κροταλίες είναι δειλά ζώα . Το φίδι κερδίζει την τροφή του σε μια επιχείρηση
τόσο επιδέξια , όσο και η δουλειά του χειρούργου. Δεν κάνει αστεία με τα
εργαλεία του ».
Το φίδι είχε συρθεί
ως τη μέση του κλουβιού . Ο ποντικός κοίταξε, είδε το φίδι και ύστερα συνέχισε να γλείφει
ξένοιαστος το στέρνο του . …
Το φίδι είχε πλησιάσει πια .Το κεφάλι του ανασηκώθηκε λίγους
πόντους απ΄ την άμμο. Ταλαντεύτηκε μπρος πίσω , σκοπεύοντας , υπολογίζοντας,
την απόσταση , σημαδεύοντας .
Ο δρ. Φίλιπς κοίταξε πάλι την γυναίκα .Του ΄ρθε να ξεράσει . Λικνιζόταν και κείνη , όχι
πολύ , μια ιδέα μονάχα.
Ο ποντικός ανασήκωσε το κεφάλι του και είδε το φίδι. Έπεσε
στα τέσσερα και ανασηκώθηκε , κι ύστερα – το χτύπημα . Ήταν αδύνατο να το δεις
, μονάχα μια αστραπή . Ο ποντικός κλονίστηκε ,χτυπημένος θαρρείς από κάτι
αόρατο.
Το φίδι γύρισε βιαστικά στην γωνιά του …., ο ποντικός έστεκε ασάλευτος , ανασαίνοντας σα
μικρό άσπρο φυσερό.
Ξαφνικά τινάχτηκε στον αέρα και έπεσε στο πλευρό. Τα πόδια
του σπαρτάρισαν για ένα δευτερόλεπτο ΄ ήταν νεκρός…..
Τα σαγόνια του έκλεισαν ξαναμπαίνοντας στη θέση τους και το
μεγάλο φίδι σύρθηκε βαριά στη γωνιά, σχημάτισε ένα μεγάλο οχτάρι και έριξε το
κεφάλι του στην άμμο.
« Αποκοιμήθηκε τώρα », είπε η γυναίκα . « Φεύγω και εγώ ….να
το θυμάστε είναι δικό μου »…
Ο δρ Φίλιπς γύρισε μια καρέκλα και κάθισε μπροστά από το
κλουβί του φιδιού.
Προσπάθησε να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις του ..
« Ίσως να ΄πρεπε να
το σκοτώσω το φίδι. Αν ήξερα – όχι δε
μπορώ, δεν έχω που να προσευχηθώ ».
Βδομάδες ολόκληρες την
περίμενε να γυρίσει . « θα βγω έξω και θα την αφήσω μόνη , αν ξανάρθει ,
αποφάσισε . Δε θα ξαναδώ αυτό το καταραμένο πράγμα».
Δεν ξαναγύρισε ποτέ.
Μήνες την αναζητούσε.
(η φωτό από πίνακα στο μουσείο Φρυσίρα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου