Δευτέρα 15 Μαΐου 2017
{ { αποπάσματα από Λοράν Γκοντέ " Κάτω απόν τον ήλιο του νότου " } }
- Και ο αναβάτης μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του λόγια που εξατμίζονταν στη ζέστη. « Τίποτα δεν θα με νικήσει . Ακόμα και αν ο ήλιος σκοτώσει όλες τις σαύρες των λόφων, εγώ θα αντέξω. Τόσο καιρό περιμένω . Ακόμα και αν η γη φυσήξει και τα μαλλιά μου πιάσουν φωτιά , εγώ ξεκίνησα και θα φθάσω στο τέλος ».
- Και έτσι πέρασαν οι ώρες , μέσα στο καμίνι που έσβηνε τα χρώματα. Επιτέλους, σε μια στροφή του δρόμου , φάνηκε η θάλασσα . « Φτάσαμε στην άκρη της γης » σκέφτηκε ο άντρας. .
- Η θάλασσα ήταν εκεί . Σαν ασάλευτος νερόλακκος , που υπήρχε για να αντανακλά τη δύναμη του ήλιου…..
- Μόλις ο άντρας έφτασε στα πρώτα σπίτια του χωριού , μουρμούρισε : « Αν έστω κι ένας τους είναι εκεί και με εμποδίσει να περάσω , θα τον λιώσω με τη γροθιά μου » . Παρατηρούσε σχολαστικά την κάθε γωνιά του δρόμου. Όμως πολύ σύντομα ησύχασε . Η επιλογή του ήταν σωστή. Τέτοια ώρα το χωριό ήταν βυθισμένο στο θάνατο. Οι δρόμοι έρημοι . Τα παντζούρια κλειστά . Και τα σκυλιά ακόμη εξαφανισμένα. Την ώρα του μεσημεριανού ύπνου , σεισμός να γινόταν , δεν θα έβγαινε κανείς έξω . Σύμφωνα με τον θρύλο , μια μέρα , τέτοια ώρα , κάποιος που ανέβαινε καθυστερημένα από τα χωράφια στο χωριό πήγε να διασχίσει την κεντρική πλατεία. Ώσπου να φτάσει στον ίσκιο των σπιτιών , ο ήλιος τον είχε τρελάνει. Λες και οι ακτίνες του είχαν κάψει το κρανίο. Όλοι στο Μοντεπούτσιο την πίστευαν αυτή την ιστορία. Η πλατεία ήταν μικρή , αλλά όποιος τολμούσε να τη διασχίσει τέτοια ώρα ήταν καταδικασμένος σε θ’ανατο.
…Όλο το χωριό βλέποντας να περνάει το φέρετρο , είχε την αίσθηση πως είχε έρθει το τέλος μιας εποχής. Δεν έθαβαν μονάχα τον Ραφαέλε , έθαβαν όλους τους Σκόρπα-Μαλκατσόνε. Έθαβαν τον παλιό κόσμο. Εκείνον , που είχε γνωρίσει την μαλάρια και τους δύο πολέμους. Εκείνον που είχε γνωρίσει τη μετανάστευση και τη μιζέρια. Έθαβαν τις παλιές αναμνήσεις. Οι άνθρωποι δεν είναι τίποτα. Και δεν αφήνουν κανένα ίχνος. Ο Ραφαέλε έφευγε από το Μοντεπούτσιο και , στο πέρασμά του, όλοι οι άντρες έβγαζαν το καπέλο τους κι έσκυβαν το κεφάλι, ξέροντας πως δεν θα αργούσαν να χαθούν κι αυτοί με τη σειρά τους και πως τα ελιόδεντρα δεν θα έκλαιγαν γι΄αυτό .
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου