Στην Πρέβεζα , σαν τον Καρυωτάκη.
Όλα μοιάζουν να είναι ξένα και σε σκιά στην πόλη που κάποτε
ήταν η πόλη της ξεγνοιασιάς , της αθωότητας, του ονείρου ,που θα αποδρούσε
κάποτε για ολόκληρο τον κόσμο.
Τότε ο ποιητής αδυνατούσε να ζήσει στην αποκομμένη , φτωχική
επαρχία , με του λερούς και ασήμαντους δρόμους , σήμερα οι ποιητές θα πέθαιναν
από την υπερβολική συνεχή ρίψη χημικών και τους αδιάφορους με την πονηρή γεμάτη
συνενοχή ματιά κατοίκους και επισκέπτες.
Να κινούνται όλα στον ρυθμό της καλής φαινομενικά
ζωής , του τουρισμού , «να βγάλουν
τα μαγαζιά κέρδος , να κερδίσουν το ευρώ » , αυτό να ακούς συχνά και με
ότι κόστος , βιάζοντας την γη, την θάλασσα με ρόζ , φυτρί , κόκκινες , πράσινες
πλαστικές ξαπλώστρες , κοντάρια από ομπρέλες μπηγμένα μονίμως στην ίδια θέση
στην άμμο να τους περιμένουν το επόμενο πρωί , χωρίς να κουραστούν να
ξαναστηθούν , βιάζοντας την φύση και τον αέρα προπάντων.
Ο αέρας ,που μύριζε θαλάσσια αύρα και όστρακα , τώρα
στην υπηρεσία του εμπορίου , ίσως και
μάλλον και του σκοτεινού εμπορίου , είναι στο χωριό και στην πόλη βαρύς ,
γεμάτος σωματίδια μετάλλων ,που στοχεύουν τους «εκλεκτούς πολίτες» , που δεν
μαζοποιούνται , ούτε και σαν πεταλωμένα «ζώα» στριμώχνονται στο μαντρί του
αλλοτριωμένου δήθεν καλοκαιρινού μποέμ κόσμου.
Αν ζούσε ο ποιητής φανταστείτε στην πόλη , θα τον είχαν
κεντράρει στο «σπιτάκι που ζούσε» και θα τον τέλειωναν αυτοί με την χημική τους
συνεχόμενη δουλεία( σαν τα καθυστερημένα εκεί να τους επιπλήττεις για το κακό
που κάνουν ,αλλά αυτοί με την αμετροεπή «νεοελληνομαγκιά» να συνεχίζουν το έργο
του θανάτου .
Στην πόλη αυτή κανείς δεν σταματάει τον θάνατο , μόνο μετά
με μισόλογα τάχα αναρωτιούνται < και άλλος άδικος θάνατος>.
Εσείς που γνωρίζετε , για την ασυλλόγιστη ρίψη χημικών ,που
σκοτώνουν όποιον στοχοποιήσουν για κάτι ( επικεντρώνονται στα ευπαθή όργανα και
τα καρκινοποιούν εν ευθέτω χρόνω) , γιατί δεν μιλάτε ,δεν είσθε ή είμαστε όλοι
συνυπεύθυνοι για το κακό στον συνάνθρωπό μας; Ή πιστεύετε ότι εσάς δεν θα σας
βλάψουν ποτέ;
Μας έχουν οριοθετήσει το σπίτι , τα δέντρα , την θέση μας το
απόγευμα κάτω από την ελιά με τα τζιτζίκια στην διαπασών , το βράδυ το μέρος
που ακουμπάς ειρηνικά ακούγοντας στην
σιγαλιά τα τριζόνια και νάσου πετάγεσαι πάνω μ, πιάνεις την μύτη μέχρι σκασμού
, το καταπίνεις παχύ , σκοτεινό , απειλητικό .
Από πού εισέρχεται , θυμώνεις , κοιτάς τον έναστρο ουρανό
άυπνος για να αποφύγεις τα δηλητήριά τους , μόνο εσύ στην καρέκλα έξω στην
σιγαλιά της νύχτας ,να κοιτάς απορημένος , αποκαμωμένος τον ουρανό , να μισείς
τον αέρα ,που τα κουβαλάει, να μισείς το μέρος , τον άνθρωπο ,που είναι
χειρότερο από κτήνος , να κάνεις αγωνιώδη προσπάθεια να απαλλαγείς από όλα αυτά
για να ακούς τους ήχους των γρύλλων και να ανασαίνεις την μυρωδιά από το σπιτικό νυχτολούλουδο.
Σταματήστε όλα αυτά τα εγκλήματα , αυτή την ύβρη στην ζωή
και την φύση , τους θανάτους κατά το δοκούν, τον εντοπισμό με τα χημικά των
ανθρώπων , για να τους θυσιάσετε στα χθόνια σχέδια κάποιων άρρωστων το λιγότερο
εγκεφάλων .
Τι κρίμα για την πόλη των ερωδιών και των αργυροπελεκάνων,
των παιδικών μας αναμνήσεων , των καλοκαιρινών βραδιών στην « Όαση », «στο
Ακταίο» με τις μυρωδιές του γιασεμιού, του ψημένου καλαμποκιού και μακρύτερα της ψημμένης σαρδέλας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου