Το λιμάνι της Κοπεγχάγης, 1874, Λάδι σε μουσαμά {( Ιωάννης Αλταμούρας )}
Σα βρίσκουμε σε ταξίδι , θέλω να ρωτώ , να μαθαίνω…..
Το βαπόρι μας πολλούς επιβάτες δεν είχε , μα σαν αγγίζαμε την βορεινή πλευρά του νησιού , ανέβηκε κάποιος , που μου φάνηκε σαν παράξενος..
- Και από πού είσθε ; του λέγω .
- Από το μέρος που με είδατε να μισεύω.
- Και για πού , αν θέλει ο θεός;
- Για την Ευρώπη…..
Ίσια στην Ευρώπη , εκεί που λέτε εσείς οι πολύξεροι πως είναι τα φώτα.
Μα εγώ τη βρήκα γεμάτη σκότος και καταχνιά , και το λησμονοτάβανο στα θλιβερά μονοπάτια της.
Είκοσι χρόνια….
Πηγαίνοντας , στεκόμουνα κάποτες να κοιτάξω , εδώ καινούργιο σπίτι, εκεί δρόμο καινούργιο , περιβόλια εκεί , που αφήκα χαλάσματα, αργαστήρια εκεί που ήξερα βράχους.
Και θαρρούσα πως ήμουν και δυό φορές υψηλότερος εκεί πέρα ,μικρά μικρά καθώς φαίνονταν όλα΄
..
Από μέσα όμως με βασάνιζε βαριά συλλογή. Συλλογιόμουνα και έλεγα πώς να ανταμώση άνθρωπος μάνα ύστερα από τόσα χρόνια, παίξε γέλασε δεν είναι .. να μην παθη τίποτις κι η γριά.
Η καημένη η γριά μου έλεγε κατόπι πως και κείνη την ίδια την απόφαση πολεμούσε να κάμη.
…….
- Αι! παλιά χρόνια ! Βρίσκω πάλι τη χάρη σας και τη γλύκα σας!
Βρίσκω τον αποκρέββατο με τα σύκα , τάρμάρι με τα γλυκά , τις τηγανίτες το πρωί πριν να φέξη ,κάθε τι που σοφίζονταν οι μανάδες για να μας ξανακάνουν παιδιά , κι ας άσπρισαν τα μαλλιά μας.! -
Σας βρίσκω στις παλιές καρδιές και στα παλιά τα τραγούδια - μα σαν πηγαίνω στα καινούργια τα σπιτικά και βλέπω καινούργια πρόσωπα , κι ακούγω καινούργια πράματα , σκεπάζεται η ψυχή μου , και θαρρώ πως ξενιτεύτηκα πάλι!
...
- Πάμε στην εξοχή μας, λέω μια μέρα της μάννας. Κι ας είναι Οκτώβρης μήνας . Εκεί δεν θ΄άλλαξε τίποτις.
Κι έτσι ήταν. Ο πύργος , οι λεύκοι κοντά του, η βρύση στο πλάγι , οι πλάτανοι παραπάνω, τα κοπάδια στα βουναράκια τριγύρω με τα κουδούνια τους , που έλεγες και κρατούσαν τον ίσο της φλογέρας, η θάλασσα παρακάτω , όλα ίδια.
Μήτε γεράσανε , μήτε θα γεράσουν ποτέ τους.. …, ανάβουμε ένα κερί , και τάζουμε να περάσουμε μαζί τα στερνά χρόνια , εκεί πέρα.
Μόνο να ξαναπάω άλλη μια , της λέω, κι όρκο σου το κάνω πως δεν αργώ τώρα.
Είδε την λαχτάρα μου και δεν είπε όχι.
Μόν΄ γύρισε τα μάτια της κατά τη θάλασσα , και τραγούδησε ένα παλιό τραγούδι του μακαρίτη του γέρου της :
Η θάλασσα ξεβούρκουση , στα ράχτα πα τση
δέρνει,
τση πάλι ξαναβούρκωση , πάλι στα ράχτα
δέρνει.
Από Μάνος Κονταρας και άλλες νησιώτικες ιστορίες
( Αργύρης Εφταλιώτης )
- (Το διάβαζα στην θάλασσα σε μια απογωνιά του βράχου ΄ με ταξίδεψε παλιά , σε κάποια άλλη δικιά μου θάλασσα , και σας μεταφέρω κομμάτια από αρχή , μέση , τέλος. )-
Πίνακας : Η Θάλασσα στον καμβά των Ελλήνων ζωγράφων - Huffpost-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου