Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020


Το λιμάνι της Κοπεγχάγης, 1874, Λάδι σε μουσαμά {( Ιωάννης Αλταμούρας )}
Ταξίδευα τις προάλλες από το νησί μας στην Πόλη.
 Σα βρίσκουμε σε ταξίδι , θέλω να ρωτώ , να μαθαίνω….. 
Το βαπόρι μας πολλούς επιβάτες δεν είχε , μα σαν αγγίζαμε την βορεινή πλευρά του νησιού , ανέβηκε κάποιος , που μου φάνηκε σαν παράξενος..
 - Και από πού είσθε ; του λέγω . - Από το μέρος που με είδατε να μισεύω. 
- Και για πού , αν θέλει ο θεός; - Για την Ευρώπη….. Ίσια στην Ευρώπη , εκεί που λέτε εσείς οι πολύξεροι πως είναι τα φώτα. Μα εγώ τη βρήκα γεμάτη σκότος και καταχνιά , και το λησμονοτάβανο στα θλιβερά μονοπάτια της. 
Είκοσι χρόνια…. Πηγαίνοντας , στεκόμουνα κάποτες να κοιτάξω , εδώ καινούργιο σπίτι, εκεί δρόμο καινούργιο , περιβόλια εκεί , που αφήκα χαλάσματα, αργαστήρια εκεί που ήξερα βράχους. Και θαρρούσα πως ήμουν και δυό φορές υψηλότερος εκεί πέρα ,μικρά μικρά καθώς φαίνονταν όλα΄ ..
 Από μέσα όμως με βασάνιζε βαριά συλλογή. Συλλογιόμουνα και έλεγα πώς να ανταμώση άνθρωπος μάνα ύστερα από τόσα χρόνια, παίξε γέλασε δεν είναι .. να μην παθη τίποτις κι η γριά. Η καημένη η γριά μου έλεγε κατόπι πως και κείνη την ίδια την απόφαση πολεμούσε να κάμη. ……. 
- Αι! παλιά χρόνια ! Βρίσκω πάλι τη χάρη σας και τη γλύκα σας! Βρίσκω τον αποκρέββατο με τα σύκα , τάρμάρι με τα γλυκά , τις τηγανίτες το πρωί πριν να φέξη ,κάθε τι που σοφίζονταν οι μανάδες για να μας ξανακάνουν παιδιά , κι ας άσπρισαν τα μαλλιά μας.! - Σας βρίσκω στις παλιές καρδιές και στα παλιά τα τραγούδια - μα σαν πηγαίνω στα καινούργια τα σπιτικά και βλέπω καινούργια πρόσωπα , κι ακούγω καινούργια πράματα , σκεπάζεται η ψυχή μου , και θαρρώ πως ξενιτεύτηκα πάλι! ... 
- Πάμε στην εξοχή μας, λέω μια μέρα της μάννας. Κι ας είναι Οκτώβρης μήνας . Εκεί δεν θ΄άλλαξε τίποτις. 
Κι έτσι ήταν. Ο πύργος , οι λεύκοι κοντά του, η βρύση στο πλάγι , οι πλάτανοι παραπάνω, τα κοπάδια στα βουναράκια τριγύρω με τα κουδούνια τους , που έλεγες και κρατούσαν τον ίσο της φλογέρας, η θάλασσα παρακάτω , όλα ίδια. 
Μήτε γεράσανε , μήτε θα γεράσουν ποτέ τους.. …, ανάβουμε ένα κερί , και τάζουμε να περάσουμε μαζί τα στερνά χρόνια , εκεί πέρα. 
Μόνο να ξαναπάω άλλη μια , της λέω, κι όρκο σου το κάνω πως δεν αργώ τώρα. Είδε την λαχτάρα μου και δεν είπε όχι.
 Μόν΄ γύρισε τα μάτια της κατά τη θάλασσα , και τραγούδησε ένα παλιό τραγούδι του μακαρίτη του γέρου της :
 Η θάλασσα ξεβούρκουση , στα ράχτα πα τση δέρνει, 
τση πάλι ξαναβούρκωση , πάλι στα ράχτα δέρνει.
Από Μάνος Κονταρας και άλλες νησιώτικες ιστορίες ( Αργύρης Εφταλιώτης ) 
- (Το διάβαζα στην θάλασσα σε μια απογωνιά του βράχου ΄ με ταξίδεψε παλιά , σε κάποια άλλη δικιά μου θάλασσα , και σας μεταφέρω κομμάτια από αρχή , μέση , τέλος. )-
 Πίνακας : Η Θάλασσα στον καμβά των Ελλήνων ζωγράφων - Huffpost-

Δεν υπάρχουν σχόλια: