Κυριακή 10 Μαΐου 2009

Ο Δρόμος της Μοναξιάς



Πάντα ζήλευα τους ανθρώπους που γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν στον ίδιο τόπο, στο ίδιο σπίτι, στην ίδια οδό, χωρίς να μετακινηθούν ποτέ, ούτε κατά έναν αριθμό, προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Είναι οι άνθρωποι που ποτέ δεν χρησιμοποίησαν τη φράση "Όταν έμενα στην οδό τάδε...", είναι αυτοί που ποτέ δεν τους έχασαν οι φίλοι, οι δικοί τους ή οι διάφορες δημόσιες υπηρεσίες. Ποτέ, επιστολές, που απευθύνονταν προς αυτούς, δεν επεστράφησαν στον αποστολέα με την ένδειξη "Αγνώστου Διευθύνσεως", γιατί ήταν πάντα εκεί, αμετακίνητοι, πιστοί στην ιδιότητα του παραλήπτη. Είναι οι άνθρωποι που λένε, με κάποιο κρυφό καμάρι: "Αυτό είναι το πατρικό μου σπίτι".
Εγώ, ελλείψει πατρικού σπιτιού και βιοτικής σταθερότητος, έγινα συλλογέας διευθύνσεως, εντός και εκτός της χώρας. Στα συρτάρια της μνήμης μου συνωστίζεται ένα πλήθος από οδούς και λεωφόρους, rues και avenues, straten και lanen, streets και avenues, vie και viali, calles και avenidas...
Όλες αυτές οι διαρκείς μετακινήσεις είχαν ως αποτέλεσμα να καταστεί ο δρόμος σύμβολο σταθερό στη ζωή μου και στην ποίησή μου, και να φτάσω κάποτε στο ακραίο σημείο να ταυτίζομαι μαζί του. Ως παράδειγμα, παραθέτω την τελευταία στροφή από το ποίημα "Διασπορά" (Σχήματα απουσίας, 1973):
Στο δρόμο, πάλι στο δρόμο,
οδοιπόροι και πορείες,
διανύοντας τον εαυτό μας,
χαμένοι μες στον εαυτό μας.
Εν προκειμένω, δεν πρέπει να παρεξηγηθεί το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο??? το ποίημα έχει γραφτεί για τη δική μου σχέση με τον δρόμο, αλλά οι ποιητές, αδύναμα άτομα, συχνά αναζητούν συντρόφους στην περιπέτειά τους. Η μοναξιά γίνεται έτσι λιγότερο ανυπόφορη, αφού δεν είναι δυνατό να εξαλειφθεί εντελώς.
Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με το επόμενο μικρό πεζοποίημα, το VII από τις "Δώδεκα σπουδές" (Λεκτικά τοπία, 1983). Εδώ, ο ποιητής, ως υποκριτής που είναι, υιοθετεί το δεύτερο ενικό πρόσωπο, θέλοντας να δείξει ότι έχει πάρει, δήθεν, τις αποστάσεις του και παρακολουθεί, σαν απλός παρατηρητής, την τραγική ταύτιση κάποιου άλλου με τον δρόμο:
Ο δρόμος ξεκίναγε από μέσα του, τον τύλιγε σφιχτά ένα γύρο και ξαναγύρναγε μέσα του. Αυτός έμενε ακίνητος.
Πού να πάω, έλεγε, τόσο μεγάλη απόσταση πώς να τη διανύσω, έλεγε.
Βέβαια, σε κάθε ερωτική σχέση, επέρχονται ενίοτε ρήξεις και συγκρούσεις και αμφισβητήσεις...
Σε μια τέτοια λοιπόν φάση της σχέσεώς μου με τον δρόμο (αν θυμάμαι καλά, ήταν μια εποχή που νόμιζα ότι κάπου είχα ριζώσει), και χωρίς να ξέρω τι ακριβώς σκεφτόταν αυτός για μένα, προσπάθησα να τον αντιμετωπίσω ψυχρά και αντικειμενικά, φτάνοντας μέχρι του σημείου να αμφισβητήσω ακόμη και την ύπαρξή του. Έτσι προέκυψε το ποίημα Ι' (Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη, 1986):
Ο δρόμος από κάπου αρχινά, κάπου τελειώνει. Όσοι τον διανύουν πάνε κάπου??? ο ίδιος πουθενά δεν πάει. Όσοι τον διανύουν ξέρουν την αρχή του και το τέλος του??? η αρχή του δρόμου δεν ξέρει το τέλος του, ποτέ δεν έφτασε έως εκεί??? το τέλος του δρόμου δεν ξέρει την αρχή του, ποτέ δεν ξεκίνησε απ' αυτήν.


"Παίρνω το δρόμο", λέμε, αλλά ποτέ δεν πάρθηκε κανένας δρόμος.
"Χάνω το δρόμο", λέμε, αλλά ποτέ δεν χάθηκε κανένας δρόμος.
"Γυναίκα του δρόμου, παιδί του δρόμου", λέμε, αλλά ποτέ δεν είχε ούτε γυναίκα ούτε παιδί ο δρόμος.
Παράξενο, αλήθεια... Αναφερόμαστε σ' αυτόν σαν να 'ταν κάποιο πρόσωπο ή ζώο ή πράγμα... Λες να φοβόμαστε στο βάθος ότι δεν υπάρχει δρόμος, ότι δεν υπάρχουν παρά σπίτια ή χωράφια ή δάση δεξιά και αριστερά από μιαν έμμονη ιδέα που τη λέμε δρόμο;
Γράφοντας αυτό το ποίημα, νόμιζα ότι απομυθοποιούσα επιτέλους τον δρόμο, ότι τερμάτιζα μιαν άρρωστη σχέση που μάλλον οδύνη παρά ηδονή μου 'χε προσφέρει.
Φρούδες ελπίδες...
Αμέτρητες φορές ξανακύλησα κι άλλες τόσες επεχείρησα εκ νέου την ίαση, για να ξανακυλήσω, μέχρι που έκοψα με μαχαίρι τα ταξίδια και έχτισα ένα σπίτι στο πουθενά, μακριά από πόλεις, οδούς και αριθμούς, μακριά ακόμη κι από χωριά, σ' ένα απλό τοπίο. Μοναδική πρόσβαση στο σπίτι αυτό ένα μονοπάτι που τελειώνει στην αυλή μου, ένα αδιέξοδο. Έχω πια γλιτώσει, έχω λυτρωθεί απ' τη μανία της μετακίνησης, από τη σχιζοφρένεια της ταύτισής μου με τον δρόμο.
Ωστόσο, κάθε σοβαρή αρρώστια, ακόμη κι όταν περνάει, αφήνει πάντα κάποιο κουσούρι, όπως, ας πούμε, η βαριά πνευμονία ένα επίμονο βηχαλάκι. Έτσι, πιάνω, πού και πού, τον εαυτό μου ν' αναρωτιέται:
Ο δρόμος που τελειώνει σ' αδιέξοδο
ονειρεύεται άραγε μακρινές αποστάσεις;


Σ' αυτές τις δύσκολες στιγμές, ψιθυρίζω, σαν ξόρκι, τον στίχο του Γιαπωνέζου ποιητή Καμιμούρα Γιουτάκα: "Μείνε ακίνητος, αφού, όπου κι αν πας, στο ίδιο μέρος θα βρεθείς" ή εκείνον του δικού μας, του Ηρακλείτου: "Οδός άνω κάτω μία και ωυτή".

Γράφει ο Αργύρης Χιόνης

Υ.Γ " αναδημοσίευση από την εφημερίδα ¨Αυγή"
" Οι πίνακες είναι δουλειά δική μου , βασισμένη σε έργα μεγάλων ζωγράφων"

2 σχόλια:

απόστολος είπε...

Από τις 23/5 έως 4 Μαη πραγματοποιώ αναδρομική έκθεση σκίτσων στο Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων. Έγκαίνια έκθεσης 23 Μάη 2009, ώρα 8.30. Ώρες λειτουργίας έκθεσης από 12-14.00 το πρωί και από 20.00 έως 22.00 το βράδυ
Εσύ και οι αναγνώστες σου είστε προσκεκλημένοι

doraF είπε...

απόστολε,
ενημερώθηκα από το μπλόγκ σου και θα είμαι παρούσα στην αναδρομική σου έκθεση σκίτσων!
ευχαριστώ για την πρόσκληση.