ΡΩΤΑ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ
Δεκαετία 70. Χρόνια σκληρά, άνυδρα..
Το χωριό απλωμένο πάνω από τη θάλασσα που το νανούριζε ήσυχα και δροσερά τα καυτά καλοκαίρια. Το χειμώνα όμως τους τρόμαζε, όταν βογκούσε και έβγαινε μέχρι επάνω στα σχίνα, στα σχίνα που τους προφύλαγαν από τους θυμούς της.
Όλοι σχεδόν χρεωμένοι σε τούτο τον τόπο, στην Αγροτική για λιπάσματα, σπόρους, γεωτρήσεις. Τι να σου κάνουν οι άνθρωποι, πότε η ντομάτα είχε τιμή κάτω από το κόστος, πότε τα καρπούζια σάπιζαν στο χώμα. Ήταν και οι μεσάζοντες που τους τα έπαιρναν με εξευτελιστικές τιμές. Πώς να χορτάσει η οικογένεια και να μορφωθούν τα παιδιά.
Η οικογένεια του Αριστείδη Πουλιάνου με δυό γιούς και δυό κόρες αγωνιζόταν να τα κουτσοβολεύσει και αυτή. Προσπαθούσε να στρώσει στη ζωή ένα χαλάκι , έτσι για να ακουμπάνε κάπου τα μικρά όνειρά τους.
Ο Νίκος ο πρωτότοκος γιος, κάποια μέρα έβαλε πανιά στο όνειρο και έφυγε για τη Γερμανία. Μη πικραίνεστε τους είπε. Φουρτούνα έχουμε τώρα. Θα αλλάξει ο καιρός, τους παρηγορούσε αποχαιρετώντας τους.
Έμειναν οι άλλοι πίσω να σπρώχνουν τη ζωή και η απαρηγόρητη Ευθυμία να τον περιμένει κοιτώντας πέρα μακριά στα κρεμασμένα σύννεφα.
Ήταν λέει ξαδέλφια μακρινά, αλλά έτυχε κάποια φεγγαρόφωτη βραδιά που τα νυχτολούλουδα ερωτευόντουσαν , να μεθύσουν και τούτοι.
Ο Παύλος έμεινε στο χωριό να βοηθάει πατέρα, μάνα , αδελφές στα γκριζοχώραφα της ζωής τους. Είχε και το απολυτήριο στο χέρι ο Παύλος. Αγαπούσε τα γράμματα ετούτος ο νέος με τους θλιμμένους μενεξέδες στα μάτια.
Συναντιόντουσαν συχνά με την Ευθυμία τα κουρασμένα απογεύματα, όταν εκείνη γυρνούσε κατάκοπη σπίτι της. Δούλευε, όπως και πολλές νέες του χωριού στην φόρτωση άμμου. Ερχότανε τα φορτηγά στη δημοσιά και εκείνες με τους τενεκέδες στον ώμο ανεβάζανε το αμμοχάλικο , που μαζεύανε από την παραλία και το συγκέντρωναν στην σκονισμένη καρότσα του φορτηγού , διασχίζοντας φρούτς - φρούτς τα ποτισμένα με αλμύρα σχίνα.
-Ει , Ει, Παύλο , πώς πάει ; Κανένα νέο από τον Νίκο ρωτούσε εκείνη.
Τι έκανες με εκείνη τη δουλειά στο ταχυδρομείο που έλεγες;
-Θα τα καταφέρει ο κυρ-Αριστείδης ,έμαθα θα συναντούσε κάποιον μεγάλο!
Ο Παύλος έσκυψε το κεφάλι σιωπηλός και όταν την ξανακοίταξε τα μάτια του είχαν μέσα τους ένα κομμάτι μολυβί τ’ ουρανού μαζί με μια απορία. Η φωνή βγήκε αχνή και αβέβαιη.
-Δύσκολα τα πράγματα , αλλά ίσως το απολυτήριο να βοηθήσει .
-Έχει ο θεός για όλους έγνοια Παύλο του αντιγύρισε εκείνη και μια τριανταφυλλιά άνοιξε δειλά τα πέταλά της και του χαμογέλασε.
Πήγαινε έλα ο κυρ- Αριστείδης, είχε και υπομονή αυτός ο λιπόσαρκος ψηλός άντρας με τις πίκρες της ζωής χαραγμένες στο μεγάλο μέτωπο, κάτι κατάφερε.
Θα παίρνανε τον Παύλο στα Ταχυδρομεία δοκιμαστικά στην αρχή και ύστερα βλέπουμε.
Δειλά - δειλά στην αρχή, το παλικάρι έμαθε τα δρομολόγια των επιστολών και άρχισε να πηγαινοφέρνει τον βαρύ ταχυδρομικό σάκο ,μαζί με τις ελπίδες του από πόλη σε χωριό . Σκληρή δουλειά , λίγα τα χρήματα , αλλά ο μισθός κάθε μήνα έμπαινε στο σπιτικό τους , μαζί με ένα παραθυράκι στο φεγγάρι .
Τις μέρες που κουβαλούσε τις φτωχικές συντάξεις ,έσφιγγε τον σάκο πάνω του, τόσο που κορμί και σάκος γινόταν ένας σφιχτοδεμένος κόμπος αγωνίας . Είχε ευθύνη μεγάλη ο Παύλος να φτάσουν τα χρήματα εκεί που έπρεπε , τα περιμένανε οι άνθρωποι , για να συνεχίσουν να πορεύονται με αξιοπρέπεια .
Με ένα παλιό τρίκυκλο όργωνε την περιοχή που ήταν στην ευθύνη του . Τον γνωρίζανε σιγά - σιγά τον ταχυδρόμο μας ,τον αναμένανε με ένα καλό λόγο . ένα αστείο, μια συμβουλή και κανένα καβγαδάκι που και που.
Τον βαρύ χειμώνα ο Παύλος ζεσταινόταν πίνοντας και καμιά ρακί στα καφενεία , που παρέδιδε γράμματα και δέματα. Όλοι τον ήθελαν στην παρέα τους να τον κεράσουν κάτι τις και μαζί ζέσταιναν τις ελπίδες τους και ακουμπούσαν τα προβλήματά τους στο τραπέζι του καφενέ.
Οι μέρες φεύγανε, οι μήνες περνούσαν…
Ο Χειμώνας παρέδιδε στην Άνοιξη . Μοσχομύριζαν τότε οι δρόμοι που διάβαινε το τρίκυκλο με τον ταχυδρόμο και τα γράμματα που μετέφερε.
Πολλές φορές ο Παύλος χάζευε τα γραμματόσημα. Κάποτε σκεφτόταν θα κάνω συλλογή δική μου με σπάνια κομμάτια . Τα κοιτούσε κολημμένα το ένα δίπλα στο άλλο να σφραγίζουν τα ιδιωτικά νέα των συνανθρώπων του και να ανταλλάσσουν την επικοινωνία από τα πιο κοντινά έως τα πιο μακρινά μέρη του κόσμου.
Μια ανοιξιάτικη μέρα που είχαν ανοίξει οι ουρανοί και φοβέριζαν τη γη, ήρθαν μαντάτα από τον Νίκο. Η Γερμανία τον τραυμάτισε με ένα έμφραγμα. Κανείς δεν ήταν κοντά του. Πως θα μπορούσε άλλωστε. Πένθιμη άνοιξη για την οικογένεια.
Ο Παύλος προσπαθούσε με όλη τη δύναμη της κομματιασμένης του ψυχής να τους δίνει κουράγιο. Υπομονή, θα περάσει κι αυτό τους αντιγύριζε! Ο πατέρας μια μάσκα πόνου , προσπαθούσε να μη λυγίσει . Η μητέρα στην πίσω αυλή του σπιτιού , άφηνε κρυφά τα δάκρυά της να αυλακώνουν το δοκιμασμένο πρόσωπο και κατάπινε κόμπο - κόμπο την πίκρα της. Ερχόταν και η Ευθυμία στο σπίτι για να μπορούν όλοι μαζί να ξεφεύγουν από την απελπισία που είχε στήσει φωλιά στο σπιτικό τους. Κάνανε και νυχτέρια όλες μαζί, «ξεκουκίζοντας» καλαμπόκι και πλέκοντας γαϊτανάκι τα όνειρά τους.
Κρυφοκοίταζε ο Παύλος και έσκυβε το κεφάλι για να μη δουν τα συννεφιασμένα μάτια του.
Πέρασε και αυτό , ο Παύλος συνέχιζε με το ξεχαρβαλωμένο τρίκυκλο να μοιράζει ότι είχε φορτωμένο στον ταχυδρομικό του σάκο. Είχε προχωρήσει η άνοιξη , ο αέρας έφερνε μυρωδιές από πασχαλιές και γιασεμιά , ζαλιζόταν και θόλωνε ο νους και αγαλλίαζε η ψυχή.
Είχε κατέβει ο Παύλος στο κεντρικό ταχυδρομείο να πάρει το σάκο του. Σήμερα έπρεπε να είναι πολύ προσεχτικός , είχε να παραδώσει τις συντάξεις, το μηνιάτικο της επιβίωσης των πιο πολλών στον τομέα του. Αλλά πάντα δεν πρόσεχε ο ευσυνείδητος ταχυδρόμος μας! Όλα θα πήγαιναν καλά, το προμηνούσε η ομορφιά της μέρας, ο μυρωμένος αέρας, η αλμύρα της αύρας που περνούσε ανάμεσα στις φυλλωσιές και σιγοψιθύριζε μυστικά της θάλασσας.
Περνούσε ο Παύλος , ο ταχυδρόμος , σιγοσφυρίζοντας από τον παραθαλάσσιο δρόμο με το τρίκυκλο να μουγκρίζει και να σηκώνει σύννεφα σκόνης .Είχε πάρει τον παραθαλάσσιο χωματόδρομο σήμερα , για να χαρεί τα γαλαζοπράσινα νερά του Ιονίου ,αλλά και μήπως συναντήσει την Ευθυμία να αλλάξει μια καλημέρα μαζί της .
Μπερδεμένα μέσα στο μυαλό τα συναισθήματα του. Ναι την αντίκρισε κάποια στιγμή φευγαλέα να κουβαλά άμμο. Σήκωσε το χέρι σ ένα σύντομο χαιρετισμό και έσκυψε στο τιμόνι τα ντροπαλά μενεξελί μάτια του .
Έτρεχε τώρα ο ταχυδρόμος να προλάβει την διανομή , την διανομή της μικρής και μεγάλης ελπίδας. Θα τους μοίραζε και τις συντάξεις να ανοίξει λίγο το χειλάκι των ανθρώπων που περιμένανε. Να αχνογελάσει και η ψυχή του Παύλου , που πάντα στην ώρα του και με πάσα σοβαρότητα μοίραζε και έπαιρνε την αλληλογραφία, τα μικρά και μεγάλα νέα ,που στέλναν οι άνθρωποι στους αγαπημένους τους και τις επιταγές. Εκτελούσε ένα λειτούργημα ο Παύλος, έτσι ένοιωθε, είναι σοβαρή , πολύ σοβαρή η δουλειά του ταχυδρόμου. Αυτά σκεφτόταν τούτη την Ανοιξιάτικη μέρα και το τρίκυκλο έβγαζε φτερά και πήγαινε, πήγαινε αφήνοντας πίσω του κύκλους σκόνης.
Ο παραθαλάσσιος δρόμος ήταν έρημος και ο Παύλος μέσα από λακούβες και άμμο , που είχαν μεταφέρει στον δρόμο αυτόν οι αέρηδες , έτρεχε – έτρεχε ….
Όλα έγιναν σαν αστραπή που πέφτει κάπου μακριά και μετά λίγα δευτερόλεπτα έρχεται η βροντή. Ληστέψανε τον ταχυδρόμο, μεταδόθηκε γρήγορα σαν ανεμοστρόβιλος. Το κακό νέο πήγαινε γειτονιά σε γειτονιά , σπίτι σε σπίτι, στόμα σε στόμα.
Ήρθαν μέρες μολυβί για τον Παύλο και την οικογένεια. Ανακρίσεις, κακό, εξηγήσεις, ερωτήματα και ένα τεράστιο γιατί έτοιμο να καταβροχθίσει τον ταχυδρόμο.
Ο Παύλος με κίτρινα θολά μάτια και κεφάλι σκυμμένο φώναζε, ούρλιαζε σαν σφαγμένο ζώο – καλύτερα να με σκοτώνανε και μένα πάνω στην συμπλοκή. Δεν αντέχεται τούτο που μου έλαχε. Ήταν πολύ βαρύ δεν το άντεχε η εντιμότητά του ,δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του και να του συμβεί αυτή η καραμπόλα στη ζωή του. Αναθεμάτιζε την τύχη του, κάκιωσε με θεούς και δαίμονες .
Τέθηκε σε διαθεσιμότητα μέχρι να γίνουν οι ενέργειες για να φωτισθεί και ξεκαθαρίσει το συμβάν.
Περπατούσε σαν πληγωμένο ζώο ο Παύλος κείνο το σιγανό απόγιομα, που η όστρια ακινητοποιούσε ακόμη και τις ανάσες των δένδρων . Τα πουλιά με τέτοιο καιρό σιγούν και αυτά και περιμένουν την δροσιά της νύχτας. Έφθασε στην μεγάλη του αγάπη ,τη θάλασσα και κάθισε στην αγαπημένη του θέση στα σχίνα.
Αγνάντευε πέρα μακριά, το τελευταίο φως που έμεινε στον ορίζοντα. Γράμματα, ταχυδρομείο , ληστεία, όλη η ζωή του τρεμόπαιζε στα φλογισμένα σύννεφα. Είχε πάρει φωτιά ο ουρανός και πυρπολούσε τη θάλασσα τούτο το ηλιοβασίλεμα. Εκεί και η ζωή του Παύλου , σύννεφο φλογισμένο να ανακατεύεται με τον ορίζοντα. Ζύγιαζε τη ζωή του αυτή την ώρα, προσάναμμα στο πορφυρό σκηνικό της φύσης.
Πάει η δουλειά του , πάει το χαμένο του φιλότιμο , θα ξαναγυρίσει στην φτωχική ζωή του με την υποψία άραγε πάντα; Ίσως και η Ευθυμία να αμφιβάλλει γι’ αυτόν τώρα πια. Η ζυγαριά του καθόταν απελπιστικά προς τα χαμένα. Είχε θολώσει το μυαλό και δεν έβλεπε διέξοδο.
Και όμως ένα φως έβγαινε από την γραμμή του ορίζοντα , που ο Παύλος δεν το είδε εκείνη τη στιγμή. Ποιος αντέχει μονολογούσε όλη αυτή την διαδικασία των ανακρίσεων, της υποψίας και αν μπερδευτεί η αλήθεια και χαθεί;
Είχε αρχίσει να πέφτει σκοτάδι, που φώλιασε και στο μυαλό του Παύλου, Έμεινε εκεί ακίνητος στις σκέψεις του και τα βαριά συναισθήματα σφίγγοντας στο χέρι του την απόδραση.
Νύχτωσε για τα καλά. Ο Παύλος είχε γίνει ένα άγαλμα παγωμένο. Τίποτα δεν καθάριζε , τίποτα δεν τον σήκωνε από εκεί που είχε ακουμπήσει. Έπρεπε να δώσει ένα τέλος, τέλος σε όλα. Το έκανε εκεί μόνος και ταραγμένος.
Μόνο ένα αστέρι κοίταζε λυπημένα και οπορημένο το άψυχο κορμί του Παύλου. Είχαν όλα τελειώσει.
……………………………………………………………………………………………………..
Το κορμί του κείτονταν άψυχο στα δροσισμένα με αλμύρα σχίνα. Είχε αλλάξει και ο καιρός, φυσούσε. Η θάλασσα είχε αγριέψει και έβγαινε ρουφώντας με θόρυβο άμμο και βότσαλα μαζί της. Ένας δυνατός αέρας πήρε τις λύπες , τα όνειρα , τα μυστικά και την αυτοχειρία του ταχυδρόμου και τα ταξίδεψε στο χωριό.
Φωνές, κακό, μοιρολόι, αναθέματα στους ληστές. Τι κρίμα, τι μεγάλο κακό και πόνος βρήκε το χωριό του Παύλου! Χάθηκε το καλύτερο παλικάρι !
Και έμεινε η μάνα να συνομιλεί με τον άνεμο, αναζητώντας τη λαλιά του Παύλου της. Εμεινε και το βουβό κλάμα της Ευθυμίας. Τον συμπαθούσε πολύ τον Παύλο ,αλλά η μοίρα τους, αλλιώς είχε ορίσει. Μια τελευταία ριπή ανέμου αποχαιρέτησε τον ταχυδρόμο μας και έφερε μαζί της μια γυναικεία φωνή .
Αχ Παύλο, πότε θα ξαναπεράσεις, έχω να στείλω ένα δεματάκι στο παιδί στη Γερμανία. Ψιλοπράγματα, λίγο καφέ , λίγα μύγδαλα που αγαπάει. Ήταν η φωνή της κυρά Άννας που έμεινε μόνη της στην άκρη του χωριού.
Ύστερα η φύση ησύχασε και μόνο ένα σμάρι πουλιά πέταξε για να συνοδέψει τον ταχυδρόμο , μαζί με τη φωνή της μάνας στο μεγάλο ταξίδι, στα μεγάλα ταχυδρομεία που είχε αφοσιωθεί.
Δ.Φ. – Πρέβεζα
Δεκαετία 70. Χρόνια σκληρά, άνυδρα..
Το χωριό απλωμένο πάνω από τη θάλασσα που το νανούριζε ήσυχα και δροσερά τα καυτά καλοκαίρια. Το χειμώνα όμως τους τρόμαζε, όταν βογκούσε και έβγαινε μέχρι επάνω στα σχίνα, στα σχίνα που τους προφύλαγαν από τους θυμούς της.
Όλοι σχεδόν χρεωμένοι σε τούτο τον τόπο, στην Αγροτική για λιπάσματα, σπόρους, γεωτρήσεις. Τι να σου κάνουν οι άνθρωποι, πότε η ντομάτα είχε τιμή κάτω από το κόστος, πότε τα καρπούζια σάπιζαν στο χώμα. Ήταν και οι μεσάζοντες που τους τα έπαιρναν με εξευτελιστικές τιμές. Πώς να χορτάσει η οικογένεια και να μορφωθούν τα παιδιά.
Η οικογένεια του Αριστείδη Πουλιάνου με δυό γιούς και δυό κόρες αγωνιζόταν να τα κουτσοβολεύσει και αυτή. Προσπαθούσε να στρώσει στη ζωή ένα χαλάκι , έτσι για να ακουμπάνε κάπου τα μικρά όνειρά τους.
Ο Νίκος ο πρωτότοκος γιος, κάποια μέρα έβαλε πανιά στο όνειρο και έφυγε για τη Γερμανία. Μη πικραίνεστε τους είπε. Φουρτούνα έχουμε τώρα. Θα αλλάξει ο καιρός, τους παρηγορούσε αποχαιρετώντας τους.
Έμειναν οι άλλοι πίσω να σπρώχνουν τη ζωή και η απαρηγόρητη Ευθυμία να τον περιμένει κοιτώντας πέρα μακριά στα κρεμασμένα σύννεφα.
Ήταν λέει ξαδέλφια μακρινά, αλλά έτυχε κάποια φεγγαρόφωτη βραδιά που τα νυχτολούλουδα ερωτευόντουσαν , να μεθύσουν και τούτοι.
Ο Παύλος έμεινε στο χωριό να βοηθάει πατέρα, μάνα , αδελφές στα γκριζοχώραφα της ζωής τους. Είχε και το απολυτήριο στο χέρι ο Παύλος. Αγαπούσε τα γράμματα ετούτος ο νέος με τους θλιμμένους μενεξέδες στα μάτια.
Συναντιόντουσαν συχνά με την Ευθυμία τα κουρασμένα απογεύματα, όταν εκείνη γυρνούσε κατάκοπη σπίτι της. Δούλευε, όπως και πολλές νέες του χωριού στην φόρτωση άμμου. Ερχότανε τα φορτηγά στη δημοσιά και εκείνες με τους τενεκέδες στον ώμο ανεβάζανε το αμμοχάλικο , που μαζεύανε από την παραλία και το συγκέντρωναν στην σκονισμένη καρότσα του φορτηγού , διασχίζοντας φρούτς - φρούτς τα ποτισμένα με αλμύρα σχίνα.
-Ει , Ει, Παύλο , πώς πάει ; Κανένα νέο από τον Νίκο ρωτούσε εκείνη.
Τι έκανες με εκείνη τη δουλειά στο ταχυδρομείο που έλεγες;
-Θα τα καταφέρει ο κυρ-Αριστείδης ,έμαθα θα συναντούσε κάποιον μεγάλο!
Ο Παύλος έσκυψε το κεφάλι σιωπηλός και όταν την ξανακοίταξε τα μάτια του είχαν μέσα τους ένα κομμάτι μολυβί τ’ ουρανού μαζί με μια απορία. Η φωνή βγήκε αχνή και αβέβαιη.
-Δύσκολα τα πράγματα , αλλά ίσως το απολυτήριο να βοηθήσει .
-Έχει ο θεός για όλους έγνοια Παύλο του αντιγύρισε εκείνη και μια τριανταφυλλιά άνοιξε δειλά τα πέταλά της και του χαμογέλασε.
Πήγαινε έλα ο κυρ- Αριστείδης, είχε και υπομονή αυτός ο λιπόσαρκος ψηλός άντρας με τις πίκρες της ζωής χαραγμένες στο μεγάλο μέτωπο, κάτι κατάφερε.
Θα παίρνανε τον Παύλο στα Ταχυδρομεία δοκιμαστικά στην αρχή και ύστερα βλέπουμε.
Δειλά - δειλά στην αρχή, το παλικάρι έμαθε τα δρομολόγια των επιστολών και άρχισε να πηγαινοφέρνει τον βαρύ ταχυδρομικό σάκο ,μαζί με τις ελπίδες του από πόλη σε χωριό . Σκληρή δουλειά , λίγα τα χρήματα , αλλά ο μισθός κάθε μήνα έμπαινε στο σπιτικό τους , μαζί με ένα παραθυράκι στο φεγγάρι .
Τις μέρες που κουβαλούσε τις φτωχικές συντάξεις ,έσφιγγε τον σάκο πάνω του, τόσο που κορμί και σάκος γινόταν ένας σφιχτοδεμένος κόμπος αγωνίας . Είχε ευθύνη μεγάλη ο Παύλος να φτάσουν τα χρήματα εκεί που έπρεπε , τα περιμένανε οι άνθρωποι , για να συνεχίσουν να πορεύονται με αξιοπρέπεια .
Με ένα παλιό τρίκυκλο όργωνε την περιοχή που ήταν στην ευθύνη του . Τον γνωρίζανε σιγά - σιγά τον ταχυδρόμο μας ,τον αναμένανε με ένα καλό λόγο . ένα αστείο, μια συμβουλή και κανένα καβγαδάκι που και που.
Τον βαρύ χειμώνα ο Παύλος ζεσταινόταν πίνοντας και καμιά ρακί στα καφενεία , που παρέδιδε γράμματα και δέματα. Όλοι τον ήθελαν στην παρέα τους να τον κεράσουν κάτι τις και μαζί ζέσταιναν τις ελπίδες τους και ακουμπούσαν τα προβλήματά τους στο τραπέζι του καφενέ.
Οι μέρες φεύγανε, οι μήνες περνούσαν…
Ο Χειμώνας παρέδιδε στην Άνοιξη . Μοσχομύριζαν τότε οι δρόμοι που διάβαινε το τρίκυκλο με τον ταχυδρόμο και τα γράμματα που μετέφερε.
Πολλές φορές ο Παύλος χάζευε τα γραμματόσημα. Κάποτε σκεφτόταν θα κάνω συλλογή δική μου με σπάνια κομμάτια . Τα κοιτούσε κολημμένα το ένα δίπλα στο άλλο να σφραγίζουν τα ιδιωτικά νέα των συνανθρώπων του και να ανταλλάσσουν την επικοινωνία από τα πιο κοντινά έως τα πιο μακρινά μέρη του κόσμου.
Μια ανοιξιάτικη μέρα που είχαν ανοίξει οι ουρανοί και φοβέριζαν τη γη, ήρθαν μαντάτα από τον Νίκο. Η Γερμανία τον τραυμάτισε με ένα έμφραγμα. Κανείς δεν ήταν κοντά του. Πως θα μπορούσε άλλωστε. Πένθιμη άνοιξη για την οικογένεια.
Ο Παύλος προσπαθούσε με όλη τη δύναμη της κομματιασμένης του ψυχής να τους δίνει κουράγιο. Υπομονή, θα περάσει κι αυτό τους αντιγύριζε! Ο πατέρας μια μάσκα πόνου , προσπαθούσε να μη λυγίσει . Η μητέρα στην πίσω αυλή του σπιτιού , άφηνε κρυφά τα δάκρυά της να αυλακώνουν το δοκιμασμένο πρόσωπο και κατάπινε κόμπο - κόμπο την πίκρα της. Ερχόταν και η Ευθυμία στο σπίτι για να μπορούν όλοι μαζί να ξεφεύγουν από την απελπισία που είχε στήσει φωλιά στο σπιτικό τους. Κάνανε και νυχτέρια όλες μαζί, «ξεκουκίζοντας» καλαμπόκι και πλέκοντας γαϊτανάκι τα όνειρά τους.
Κρυφοκοίταζε ο Παύλος και έσκυβε το κεφάλι για να μη δουν τα συννεφιασμένα μάτια του.
Πέρασε και αυτό , ο Παύλος συνέχιζε με το ξεχαρβαλωμένο τρίκυκλο να μοιράζει ότι είχε φορτωμένο στον ταχυδρομικό του σάκο. Είχε προχωρήσει η άνοιξη , ο αέρας έφερνε μυρωδιές από πασχαλιές και γιασεμιά , ζαλιζόταν και θόλωνε ο νους και αγαλλίαζε η ψυχή.
Είχε κατέβει ο Παύλος στο κεντρικό ταχυδρομείο να πάρει το σάκο του. Σήμερα έπρεπε να είναι πολύ προσεχτικός , είχε να παραδώσει τις συντάξεις, το μηνιάτικο της επιβίωσης των πιο πολλών στον τομέα του. Αλλά πάντα δεν πρόσεχε ο ευσυνείδητος ταχυδρόμος μας! Όλα θα πήγαιναν καλά, το προμηνούσε η ομορφιά της μέρας, ο μυρωμένος αέρας, η αλμύρα της αύρας που περνούσε ανάμεσα στις φυλλωσιές και σιγοψιθύριζε μυστικά της θάλασσας.
Περνούσε ο Παύλος , ο ταχυδρόμος , σιγοσφυρίζοντας από τον παραθαλάσσιο δρόμο με το τρίκυκλο να μουγκρίζει και να σηκώνει σύννεφα σκόνης .Είχε πάρει τον παραθαλάσσιο χωματόδρομο σήμερα , για να χαρεί τα γαλαζοπράσινα νερά του Ιονίου ,αλλά και μήπως συναντήσει την Ευθυμία να αλλάξει μια καλημέρα μαζί της .
Μπερδεμένα μέσα στο μυαλό τα συναισθήματα του. Ναι την αντίκρισε κάποια στιγμή φευγαλέα να κουβαλά άμμο. Σήκωσε το χέρι σ ένα σύντομο χαιρετισμό και έσκυψε στο τιμόνι τα ντροπαλά μενεξελί μάτια του .
Έτρεχε τώρα ο ταχυδρόμος να προλάβει την διανομή , την διανομή της μικρής και μεγάλης ελπίδας. Θα τους μοίραζε και τις συντάξεις να ανοίξει λίγο το χειλάκι των ανθρώπων που περιμένανε. Να αχνογελάσει και η ψυχή του Παύλου , που πάντα στην ώρα του και με πάσα σοβαρότητα μοίραζε και έπαιρνε την αλληλογραφία, τα μικρά και μεγάλα νέα ,που στέλναν οι άνθρωποι στους αγαπημένους τους και τις επιταγές. Εκτελούσε ένα λειτούργημα ο Παύλος, έτσι ένοιωθε, είναι σοβαρή , πολύ σοβαρή η δουλειά του ταχυδρόμου. Αυτά σκεφτόταν τούτη την Ανοιξιάτικη μέρα και το τρίκυκλο έβγαζε φτερά και πήγαινε, πήγαινε αφήνοντας πίσω του κύκλους σκόνης.
Ο παραθαλάσσιος δρόμος ήταν έρημος και ο Παύλος μέσα από λακούβες και άμμο , που είχαν μεταφέρει στον δρόμο αυτόν οι αέρηδες , έτρεχε – έτρεχε ….
Όλα έγιναν σαν αστραπή που πέφτει κάπου μακριά και μετά λίγα δευτερόλεπτα έρχεται η βροντή. Ληστέψανε τον ταχυδρόμο, μεταδόθηκε γρήγορα σαν ανεμοστρόβιλος. Το κακό νέο πήγαινε γειτονιά σε γειτονιά , σπίτι σε σπίτι, στόμα σε στόμα.
Ήρθαν μέρες μολυβί για τον Παύλο και την οικογένεια. Ανακρίσεις, κακό, εξηγήσεις, ερωτήματα και ένα τεράστιο γιατί έτοιμο να καταβροχθίσει τον ταχυδρόμο.
Ο Παύλος με κίτρινα θολά μάτια και κεφάλι σκυμμένο φώναζε, ούρλιαζε σαν σφαγμένο ζώο – καλύτερα να με σκοτώνανε και μένα πάνω στην συμπλοκή. Δεν αντέχεται τούτο που μου έλαχε. Ήταν πολύ βαρύ δεν το άντεχε η εντιμότητά του ,δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του και να του συμβεί αυτή η καραμπόλα στη ζωή του. Αναθεμάτιζε την τύχη του, κάκιωσε με θεούς και δαίμονες .
Τέθηκε σε διαθεσιμότητα μέχρι να γίνουν οι ενέργειες για να φωτισθεί και ξεκαθαρίσει το συμβάν.
Περπατούσε σαν πληγωμένο ζώο ο Παύλος κείνο το σιγανό απόγιομα, που η όστρια ακινητοποιούσε ακόμη και τις ανάσες των δένδρων . Τα πουλιά με τέτοιο καιρό σιγούν και αυτά και περιμένουν την δροσιά της νύχτας. Έφθασε στην μεγάλη του αγάπη ,τη θάλασσα και κάθισε στην αγαπημένη του θέση στα σχίνα.
Αγνάντευε πέρα μακριά, το τελευταίο φως που έμεινε στον ορίζοντα. Γράμματα, ταχυδρομείο , ληστεία, όλη η ζωή του τρεμόπαιζε στα φλογισμένα σύννεφα. Είχε πάρει φωτιά ο ουρανός και πυρπολούσε τη θάλασσα τούτο το ηλιοβασίλεμα. Εκεί και η ζωή του Παύλου , σύννεφο φλογισμένο να ανακατεύεται με τον ορίζοντα. Ζύγιαζε τη ζωή του αυτή την ώρα, προσάναμμα στο πορφυρό σκηνικό της φύσης.
Πάει η δουλειά του , πάει το χαμένο του φιλότιμο , θα ξαναγυρίσει στην φτωχική ζωή του με την υποψία άραγε πάντα; Ίσως και η Ευθυμία να αμφιβάλλει γι’ αυτόν τώρα πια. Η ζυγαριά του καθόταν απελπιστικά προς τα χαμένα. Είχε θολώσει το μυαλό και δεν έβλεπε διέξοδο.
Και όμως ένα φως έβγαινε από την γραμμή του ορίζοντα , που ο Παύλος δεν το είδε εκείνη τη στιγμή. Ποιος αντέχει μονολογούσε όλη αυτή την διαδικασία των ανακρίσεων, της υποψίας και αν μπερδευτεί η αλήθεια και χαθεί;
Είχε αρχίσει να πέφτει σκοτάδι, που φώλιασε και στο μυαλό του Παύλου, Έμεινε εκεί ακίνητος στις σκέψεις του και τα βαριά συναισθήματα σφίγγοντας στο χέρι του την απόδραση.
Νύχτωσε για τα καλά. Ο Παύλος είχε γίνει ένα άγαλμα παγωμένο. Τίποτα δεν καθάριζε , τίποτα δεν τον σήκωνε από εκεί που είχε ακουμπήσει. Έπρεπε να δώσει ένα τέλος, τέλος σε όλα. Το έκανε εκεί μόνος και ταραγμένος.
Μόνο ένα αστέρι κοίταζε λυπημένα και οπορημένο το άψυχο κορμί του Παύλου. Είχαν όλα τελειώσει.
……………………………………………………………………………………………………..
Το κορμί του κείτονταν άψυχο στα δροσισμένα με αλμύρα σχίνα. Είχε αλλάξει και ο καιρός, φυσούσε. Η θάλασσα είχε αγριέψει και έβγαινε ρουφώντας με θόρυβο άμμο και βότσαλα μαζί της. Ένας δυνατός αέρας πήρε τις λύπες , τα όνειρα , τα μυστικά και την αυτοχειρία του ταχυδρόμου και τα ταξίδεψε στο χωριό.
Φωνές, κακό, μοιρολόι, αναθέματα στους ληστές. Τι κρίμα, τι μεγάλο κακό και πόνος βρήκε το χωριό του Παύλου! Χάθηκε το καλύτερο παλικάρι !
Και έμεινε η μάνα να συνομιλεί με τον άνεμο, αναζητώντας τη λαλιά του Παύλου της. Εμεινε και το βουβό κλάμα της Ευθυμίας. Τον συμπαθούσε πολύ τον Παύλο ,αλλά η μοίρα τους, αλλιώς είχε ορίσει. Μια τελευταία ριπή ανέμου αποχαιρέτησε τον ταχυδρόμο μας και έφερε μαζί της μια γυναικεία φωνή .
Αχ Παύλο, πότε θα ξαναπεράσεις, έχω να στείλω ένα δεματάκι στο παιδί στη Γερμανία. Ψιλοπράγματα, λίγο καφέ , λίγα μύγδαλα που αγαπάει. Ήταν η φωνή της κυρά Άννας που έμεινε μόνη της στην άκρη του χωριού.
Ύστερα η φύση ησύχασε και μόνο ένα σμάρι πουλιά πέταξε για να συνοδέψει τον ταχυδρόμο , μαζί με τη φωνή της μάνας στο μεγάλο ταξίδι, στα μεγάλα ταχυδρομεία που είχε αφοσιωθεί.
Δ.Φ. – Πρέβεζα
Φωτογραφια : Κ.Μπαλάφας
12 σχόλια:
Διαβάζοντας,ενιωσα πόσο δίκιο είχαμε οι επισκέπτες σου που ζητουσαμε όλο το διήγημα!Κανένα άλλο σχόλιο!
Σ'ευχαριστώ...
Ναι είναι πολύ δυνατό.
Δεν είμαι ειδικός να κρίνω , αλλά μού αρέσει πολύ.
Ολόκληρο είναι πολύ καλύτερο.
Θα το δείξω σε κάποιους που ξέρουν.
Σε χαιρετώ.
αγαπητοι συνταξιδιωτες στο διαδικτυο, σας καλησπεριζω και ευχομαι καλο βραδυ, εχει και ενα φεγγαρι , μισοφεγγαρο αποψε.
κατευθυνομαι για σινεμα ( Hunger βλεπεις!)
Εξαιρετικό Dora. Η Ελλάδα μέσα από τη ζωή ενός ταχυδρόμου. Άλλωστε εδώ μάθαμε να φτύνουμε τα πάντα όπως και τα γραμματόσημα. Ελπίζω να πέρασες καλά
Καλημέρα
@αλεκα,καλο βραδυ.
χαιρομαι για την αποδοχη.
οσον αφορα την ταινια ,ηταν επωδυνη, θελει αντοχες για να την παρακολουθησεις.
σιγουρα δεν περνας ανωδυνα την ωρα σου.
σκληρη και βιαιη, μια ρεαλιστικη βιογραφια της πιο τραγικης ιστοριας των αγωνιστων του ΙΡΑ.
Όμορφα γράφεις. Θα σε επισκεφτώ.
@ λακων γεια χαρα.
καλοδεχουμενος.
Εντάξει συμφωνώ δυνατή και με πολύ αίσθημα γραφή αλλά δεν είναι υπερβολή να υπάρχει και ολόκληρο το κείμενο και σε περίληψη.Μήπως θα έπρεπε να αποσυρθεί η περίληψη;
@serpapas, η αναρτηση με την περιληψη εχει μια πολυ καλη φωτογραφια του Θεσσαλου φωτογραφου Τακη Τλουπα.
οποτε για χαρη του βασιλικου ποτιζςται και η γλαστρα.
ευχαριστω που με θυμηθηκες.
Διαβάζοντας τις πρώτες λέξεις, δεν μπορείς παρά να ρουφήξεις με ανυπομονησία αυτό που ακολουθεί:
"Χρόνια σκληρά, άνυδρα.."
Μερικές από τις εικόνες που περιγράφεις υπάρχουν ακόμα!
Πολύ δυνατό κείμενο, με σπουδαία φωτογραφία για συνοδό. Κι εγώ ειδικός δεν είμαι για να πω σε ποιο είδος ανήκει.
Το βρίσκω απλώς... Ανθρώπινο!
ikor, πρωτα να πω,οτι χαρηκα, που διαβασες το "διηγημα".
ουτε και εγω γνωριζω καλα την λογοτεχνικη ταξινομηση για να το τοποθετησω.
ναι, "ανυδρα χρονια", αντι του "πετρινα χρονια".
ε! οσο για τη φωτογραφια,
σκοπιμα μπηκε , τι πιο αντιπροσωπευτικωτερο για την Ηπειρο, απο τον Μεγαλο, ανθρωπιστη φωτογραφο , Κ.Μπαλαφα.
Γεια χαρα.
Δημοσίευση σχολίου