. . . . . .
Το χωριό απλωμένο πάνω από τη θάλασσα που το νανούριζε ήσυχα και δροσερά τα καυτά καλοκαίρια. Το χειμώνα όμως τους τρόμαζε, όταν βογκούσε και έβγαινε μέχρι επάνω στα σχοίνα, στα σχοίνα που τους προφύλασαν από τους θυμούς της.
. . . . . . .
. . . . . . .
Η οικογένεια του Αριστείδη Πουλιάνου με δυό γιούς και δυό κόρες αγωνιζόταν να τα κουτσοβολεύσει και αυτή. Προσπαθούσε να στρώσει στη ζωή ένα χαλάκι , έτσι για να ακουμπάνε κάπου τα μικρά όνειρά τους.
Ο Νίκος ο πρωτότοκος γιός, κάποια μέρα έβαλε πανιά στο όνειρο και έφυγε για τη Γερμανία. Μη πικραίνεστε τους είπε. Τώρα έχουμε φουρτούνα ,αλλά αύριο θα είναι μπουνάτσα, τους παρηγορούσε αποχαιρετώντας τους.
Εμειναν οι άλλοι πίσω να σπρώχνουν τη ζωή και η απαρηγόρητη Ευθυμία να τον περιμένει κοιτώντας πέρα μακριά στα κρεμασμένα σύννεφα.
Ήταν λέει ξαδέλφια μακρινά, αλλά έτυχε κάποια φεγγαρόφωτη βραδιά που τα νυχτολούλουδα ερωτευόντουσαν , να μεθύσουν και τούτοι.
Ο Παύλος έμεινε στο χωριό να βοηθάει πατέρα, μάνα , αδελφές στα γκριζοχώραφα της ζωής τους. Είχε και το απολυτήριο στο χέρι ο Παύλος, αγαπούσε τα γράμματα ετούτος ο νέος με τους θλιμμένους μενεξέδες στα μάτια.
Συναντιόντουσαν συχνά με την Ευθυμία τα κουρασμένα απογεύματα, όταν εκείνη γυρνούσε κατάκοπη σπίτι της. Δούλευε, όπως και πολλές νέες του χωριού στην εκφόρτωση άμμου. Ερχότανε τα φορτηγά στη δημοσιά και εκείνες με τους τενεκέδες στον ώμο ανεβάζανε το αμμοχάλικο , που μαζεύανε και το συγκεντρώναν στην σκονισμένη καρότσα του φορτηγού , διασχίζοντας φρούτς - φρούτς τα ποτισμένα με αλμύρα σχίνα.
-Ει , Ει, Παύλο , πώς πάει ; Κανένα νέο από τον Νίκο;
-Εσύ τι έκανες με εκείνη τη δουλειά στο ταχυδρομείο που έλεγες;
-Θα τα καταφέρει ο κυρ-Αριστείδης ,έμαθα θα συναντούσε κάποιον μεγάλο!
Ο Παύλος έσκυψε το κεφάλι σιωπηλός και όταν την ξανακοίταξε τα μάτια του είχαν μέσα τους ένα κομμάτι μολυβί τ΄ουρανού μαζί με μια απορία. Η φωνή βγήκε αχνή και αβέβαιη.
-Δύσκολα τα πράγματα , αλλά ίσως το απολυτήριο να βοηθήσει .
-Έχει ο θεός για όλους έγνοια Παύλο του αντιγύρισε εκείνη και μια τριανταφυλλιά άνοιξε δειλά τα πέταλά της και του χαμογέλασε.
. . . . . . .
. . . . . . .
. . . . . . .
Ο παραθαλάσσιος δρόμος ήταν έρημος και ο Παύλος μέσα από λακούβες και άμμο , που είχαν μεταφέρει στον δρόμο αυτόν οι αέρηδες , έτρεχε – έτρεχε ….
. . . . . .. .
. . . . . . . .
Περπατούσε σαν πληγωμένο ζώο ο Παύλος κείνο το σιγανό απόγιομα, που η όστρια ακινητοποιούσε ακόμη και τις ανάσες των δένδρων . Τα πουλιά με τέτοιο καιρό σιγούν και αυτά και περιμένουν την δροσιά της νύχτας. Έφθασε στην μεγάλη του αγάπη ,τη θάλασσα και κάθισε στην αγαπημένη του θέση στα σχοίνα.
Αγνάντευε πέρα μακριά, το τελευταίο φως που έμεινε στον ορίζοντα.
. . . . . .
. . . . . .
. Είχε πάρει φωτιά ο ουρανός και πυρπολούσε τη θάλασσα τούτο το ηλιοβασίλεμα. Εκεί και η ζωή του Παύλου , σύννεφο φλογισμένο να ανακατεύεται με τον ορίζοντα. Ζύγιαζε τη ζωή του αυτή την ώρα, προσάναμμα στο πορφυρό σκηνικό της φύσης.
. . . . .
. . . . .
(Φωτογραφία: Τάκης Τλούπας, 1920-2003)
8 σχόλια:
Πρόκληση για να μαντεψουμε τα κενά;Μη μας βασανίζεις,το θέλουμε όλο,οχι μόνο για την πραγματικά πολύ ομορφη γραφή,αλλά και για να μην αναγκαστούμε να υποθέσουμε τα ...κενά!
Περιμένω....
Καλημέρα! Για την ενημέρωσή σας και ίσως για την πιθανότητα δημοσίευσης του διηγήματός σας δείτε:http://azeverp.blogspot.com/
ΥΓ: Πολύ καλό το διήγημα Συμφωνώ με τον vad το θέλουμε ολόκληρο.
@vad καλησπερα απο την πατριδα, μια μερα με απιστευτη υγρασια!καλοδεχουμενος ο καλος λογος.
ειχα , εχω αμφιβολιες και ενστασεις ,για το αν θα επρεπε να το αναρτησω.
παντως χαιρομαι που σου κραταμε , εστω αυτη τη μικρη συντροφια στην νεα , προσωρινη κατοικια σου.
@Πρεβεζανος, καλως σας βρισκω!
με ταπεινοτητα δεχομαι τα καλα σχολια σας.
ευχαριστω για τις κατευθυνσεις.
θα σας παρακολουθω.
Πολύ καλή η ιστορία σου.
Έχω δίκιο που πίστεψα σε σένα
πιστεύω πως αν ήταν ολόκληρη θα ήταν πολύ καλύτερη.
Ωραίος λόγος , πολλά νοήματα, προβλήματα σύγχρονα.
Σε καληνυχτώ.
@νικο,σιγουρα κατι αποσπασματικο μοιραια,ειναι, και "κουτσουρεμενο".
λοιπον το δινω ολο σε (καινουργια αναρτηση).
την καλησπερα μου.
Δημοσίευση σχολίου