Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Η καρυδιά συνεχίζει να μεγαλώνει



Ένα γέρικο σκαρί, με σκουριά από τα χρόνια αφημένη στα γκρίζα μαλλιά του, παροπλισμένο να κινείται τον τελευταίο καιρό σ ένα μπαλκόνι, που αγκάλιαζε σχεδόν όλο το σπίτι.
Το σπίτι πνιγμένο στην κυριολεξία στο πράσινο, λεμονιές, πορτοκαλιές, μεγάλες ελιές και λουλούδια παντού, μέχρι το φράχτη, που χώριζε το σπίτι από τον δρόμο.

Έσπρωχνε τον χρόνο καθισμένος τις περισσότερες ώρες σε μια λευκή καρέκλα, ακουμπώντας τους αγκώνες του στο πλαστικό χρωματιστό τραπεζομάντιλο του τραπεζιού. Πάνω στο μακρύ τραπέζι της μπροστινής πλευράς της βεράντας είχε ακουμπισμένο ένα κίτρινο κομπολόι, ένα ζευγάρι σκούρα γυαλιά, ένα πακέτο τσιγάρα με τον αναπτήρα και το τασάκι του και ένα τρανζίστορ για τις πρωινές ειδήσεις και κανένα τραγουδάκι της Ηπείρου.

Ξυπνούσε πιο νωρίς, πίνοντας τον πρωινό καφέ του, τις περισσότερες φορές κομμένος από τον Κωστούλα, σένα χοντρό, αλλά μικροσκοπικό φλιτζάνι, που περιέργως δεν το άλλαζε με κάποιο άλλο κανονικό.

Και ακουγόταν τα πρωινά σιγανά και σε ψιλή ένταση η φωνή του εκφωνητή ειδήσεων από το μεγάλο μεγέθους τρανζίστορ, κάποιες διαφημίσεις, κάνα δυό τραγούδια και μετά ησυχία.
Το τρανζίστορ αυτό έκανε εντύπωση, γιατί λειτουργούσε με κάτι μεγάλες μπαταρίες, σαν αυγά δίκροκα ήταν .
Θύμιζε ένα άλλο παλιό ραδιόφωνο στα χρόνια της δικτατορίας, που έπιανε το ραδιοφωνικό σταθμό των Τιράνων « εδώ ραδιοφωνικός σταθμός, σας μιλούν τα Τίρανα..», τις σκοτεινές εκείνες νύχτες, που οι κλούβες ουρλιάζοντας μάζευαν δημοκρατικούς για τα κρατητήρια . Τότε είχε κλειδώσει την πόρτα και πίσω όρθιο τοποθετημένο το κυνηγετικό όπλο, αν χτυπούσαν την πόρτα θα έφευγε λέει από το πίσω παράθυρο για που; άγνωστο .
Δεν μπορούσε τη σκλαβιά, μήτε και της δουλειάς, δεν ήθελε άλλον στο κεφάλι του.

Είχε γνωρίσει και τη φυλακή κάποιο διάστημα για τις ιδέες του, και τι φυλακή, βρέχονταν τα χοντρά τοιχία από τη θάλασσα και μέσα η υγρασία άφηνε σημάδι ανεξίτηλο στα κόκαλα.

Κοιτούσε συνήθως τα δέντρα του που ήταν γεμάτο το κτήμα, τα φρόντιζε χρόνια και χρόνια, τα χάιδευε με το βλέμμα του και μετά πάνω από τις κορφές τους απομακρυνόταν και έφθανε κάτω στο γαλάζιο της θάλασσας και γλύκανε εκεί και ημέρευε με νοσταλγία ο νους του .

Την είχε γευθεί και την θάλασσα σε χρόνους παλαιότερους, παλεύοντας πότε με τα απότομα μπουρίνια της και τα αφρισμένα μουγκρητά της, πότε με την ηρεμία της μπουνάτσας .
Γύριζαν τότε σπίτι με τσουβάλι γεμάτο λαβράκια και κεφάλους. Λιγοστά πουλούσε, τα υπόλοιπα για την οικογένεια, και μοσχομύριζε τότε το σπίτι από βραστό λεμονάτο λαβράκι!.

Και μια μέρα σε μια αποκοτιά του νου και της ψυχής για καλύτερη ζωή μπάρκαρε στα καράβια, σε ταξίδια μακρινά, γεμάτα ανέμους στον ωκεανό και σκουριά στα βυθισμένα μέρη του πλοίου.
Όπως ξαφνικά μια μέρα, Απρίλης θαρρώ εκεί κοντά στο Πάσχα, μπάρκαρε για τα ταξίδια στις θάλασσες, έτσι σε μικρό χρονικό διάστημα απροειδοποίητα γύρισε πίσω, αδυνατισμένος και χωρίς δραχμή στην άκρη.

Το Πάσχα εκείνο φαρμακωμένη η οικογένεια, αναρωτιόταν, γύρευε πότε έφτιαξε το ταξιδιωτικό φυλλάδιο χωρίς να το πάρει κανείς μυρωδιά.
Από τον Πειραιά τους έστειλε το χαμπέρι ..υπομονή τι να κάνανε ,- δεν έβγαζε η γη καλό μεροκάματο για να ζήσουν.
Αλλά γύρισε πίσω γεμάτος με λόγια καραβίσια και εικόνες για μέρη μακρινά, θάλασσες, ωκεανούς, καράβια, λιμάνια και όλα αυτά που οι έμπειροι ναυτικοί διηγούνται. Νέα Ορλεάνη μας έλεγε ότι ταξίδευσε, Λατινική Αμερική, Πειραιάς, και… σπίτι ξανά στη γη του πάλι πίσω.

Καθόταν τα καλοκαιρινά βράδια έξω στην βεράντα, μιλώντας όλο και πιο λιγοστά τον τελευταίο καιρό, έως την ώρα που η μεθυστική μυρωδιά από το νυχτολούλουδο αγκάλιαζε τον αέρα και οι γρύλοι δειλά - δειλά άρχιζαν να συνομιλούν με την νύχτα.

Κρατούσε θαρρείς παλάντζα τι έπραξε, τι άφησε και ξεσκαρτάριζε τα νταραβέρια με την ζωή του.
Αγώνας με την ψυχή στα δόντια,αλλά και ανασαιμιά με το ρακί του, τις παρέες στο καφενείο, την δηλωτή τους, τις πολιτικές τους αντιπαραθέσεις, το ηπειρώτικο τραγούδι και όλα τα υπόλοιπα μικρά και μεγάλα, που μας ισορροπούν αφήνοντάς μας ένα κεχριμπαρένιο χαμόγελο.

Αγαπούσε τη γη, γνώριζε τον καιρό, αν άστραφτε από την θάλασσα κάτω, η βροχή ήταν για αλλού, αν άστραφτε από πίσω βορειοανατολικά, τότε θα ερχόταν σύντομα και προς εμάς. Γνώριζε την ώρα του μεσημεριού, τοποθετούσε ένα ξυλαράκι όρθιο στο χώμα και μέτραγε τη σκιά του, τούμπα το μισοφέγγαρο, θα έχουμε βροχή έλεγε, να σκεπάσουμε καλά τις πατάτες , που βρίσκονταν κάτω από μια πυκνή ελιά με ξερές φτέρες καλυμμένες.
Και με την πλάτη του ψητού αρνιού, σαν αρχαίος μάντης, έβλεπε αν ένα μαύρο σημαδάκι στην πλάτη ήταν έξω από το σπίτι ή μέσα σ΄αυτό.

Μια μέρα έφερε μια μικρή καρυδιά για να τη φυτέψουμε κοντά στη βρύση της αυλής ώστε να έχει αρκετό νερό για να σκιάσει γρήγορα.
Ο λόγος μια κουβέντα που έγινε σε κάποια αναφορά του Καζαντζάκη, ότι ο άνθρωπος περνώντας στη ζωή, πρέπει τουλάχιστον νάχει φυτέψει ο ίδιος ένα δέντρο, ή νάχει αφήσει ένα δέντρο δικό του στη γη φυτεμένο.
Αφού το είπε ο Καζαντζάκης, θα βρούμε ένα ωραίο δέντρο και θα το φυτέψεις να μεγαλώνει στην αυλή μας παρατήρησε, και νάτο τώρα το δέντρο μέσα σ΄ ένα χρόνο στέκει εκεί με τα φυλλαράκια του να ζητάει ήλιο και νερό για να ψηλώσει και να δώσει καρπούς.

Μόνο που δεν θα καθίσει στον ίσκιο της, ούτε θ΄ακούσει να φτεροκοπούν πουλιά στις φυλλωσιές της. Αλλά όμως είχε φυτέψει τόσα δέντρα ο ίδιος , κάθισε κάτω από τόσους ίσκιους, άκουσε τόσα φτεροκοπήματα πουλιών στα δικά του δέντρα που είχε φυτέψει στη γη του.
Όταν θα ανθίζουν και θα καρπίζουν γύρω από την αυλή οι πορτοκαλιές, οι λεμονιές, η μεσπουλιά, οι κερασιές, οι αχλαδιές, οι κορομηλιές και ο αέρας θα περνάει χαϊδεύοντας τα φύλλα τους και παρασέρνοντας τις μυρωδιές τους, ένα βλέμμα και μια ανάσα θα γυροφέρνει και θα τα προσέχει όπως παλιά. Μήπως θέλουν ράντισμα, μήπως έπιασαν κόλλα, ή τα παράσιτα των φυτών.

Δίπλα στην πορτοκαλιά, πάνω σε μια λωρίδα τσιμέντο είναι αφημένο το παλιό μηχανάκι του.
Τα τελευταία χρόνια όργωνε με αυτό την καθημερινότητα, ψωμί από τον φούρνο, στο κτήμα , στην θάλασσα με την κυρά πίσω για το μπάνιο τους, κρατώντας εκείνη πάντα μια κιτρινομπλέ ομπρέλα θαλάσσης ακουμπισμένη στα πόδια της και μια τσάντα με μπλε και πορτοκαλί κουτάκια στον ώμο της.

Πρώτος έμπαινε εκείνος στη θάλασσα, ήξερε καλό κολύμπι, παλιότερα τον θυμάμαι να περνάει το γαλάζιο, αλλά τα τελευταία χρόνια δεν τον ξανάδα να πηγαίνει τόσο μακριά. Μετά έμπαινε στη θάλασσα προσέχοντας η κυρά του με το καφέ λινό καπέλο πάντα στο κεφάλι , θες για τον ήλιο , θες να μη βρέξει τα μαλλιά της .
Στο στέγνωμα αυτός ποτέ δεν έμπαινε κάτω από την ομπρέλα, μόνο στις μεγάλες ζέστες έχωνε το κεφάλι του, αφού είχε φορέσει γρήγορα το πουκάμισό του και πιάνανε συζητήσεις με τους χωριανούς, που τυχόν βρισκόταν εκεί γύρω τους.
Πήγαιναν και στρωνόντουσαν στο ίδιο σημείο και πάντα κάτω από την ομπρέλα με τις κιτρινογάλαζιες παράλληλες λωρίδες η κυρά του με τα καφέ παλαιομοδίτικα γυαλιά και το καφέ λινό καπέλο.

Καμιά φορά λίγο μακρύτερά τους καθόμουν και τους χάζευα χαμογελώντας με πονηρή συγκατάβαση. Πολλές φορές με φωνάζανε κοντά τους για λίγη κουβεντούλα, τους άρεσε εκεί χαλαρά να μιλάμε για απλά, καθημερινά πράγματα ή για συμβάντα του χωριού που προκάλεσαν ενδιαφέρον.

Και να τα παιχνίδια του νου από τα καλοκαίρια και τα κρυστάλλινα νερά τρέχει καλπάζοντας σε κάτι κρύα χειμωνιάτικα βράδια παλιά- παλιά, τότε που για σπίτι είχανε τρία δωμάτια όλο κι όλο.
Στο ένα υπήρχε μια γωνιά ( εστία κατά τον Όμηρο) , που έκαιγε τα ξύλα καπνίζοντας την κάμαρα . Αριστερά και δεξιά της γωνιάς ήταν στρωμένα υφαντά και φλοκάτες και εκεί μας γαλήνευε μικρά με παραμύθια, για τον Κόσμο και τον τσοπάνο με την γκλίτσα, που όταν την σήκωνε πάνω γυρνούσε και ο Κόσμος επάνω, όταν την κατέβαζε, κατέβαινε και ο Κόσμος κάτω.
Λιγοστά παραμύθια φαίνεται ήξερε, γιατί τα επαναλάμβανε συχνά, αλλά όμως μαγικά και περιπετειώδη.
Μια τέτοια χειμωνιάτικη νύχτα με την φωτιά να καίει θέλοντας να δει τι διαβάζαμε, ιδροκόπησα μέχρι να κρύψω μέσα στο βιβλίο των θρησκευτικών τις περιπέτειες του Τζιμ Άνταμς με την Ντιάννα του.
Και ατυχία, εγώ που σιωπηλά διάβαζα και φαντασιωνόμουν τον εαυτό μου στα βουνά των Ινδιάνων παρέα με τους καουμπόηδες και τ΄άλογά τους.
Λαχτάρα καπνισμένη, αυτός ο καπνός δεν ξέρω από πού έφευγε στο δωμάτιο, μέχρι να κρύψω το περιοδικό μου. Αγοράζαμε τα περιοδικά, που ανταλλάσαμε μεταξύ μας τα παιδιά, μαζεύοντας το μικρό μας χαρτζιλίκι από το μικρό βιβλιοπωλείο, που βρισκόταν μέσα στο Σειτάν – Παζάρ.
Εκεί ήταν ο παράδεισός μας, ο παράδεισος της περιπέτειας, της φαντασίας και της φυγής, Μικρός Ηρωας, Λούκι Λουκ, Καθηγητής Μπλέικ, Τζιμ Άνταμς , Τιραμόλα ….
--Τι όμορφη μυρωδιά που ανέδυαν τα καινούργια βιβλία και τα περιοδικά εκεί μέσα!

Στο παλιό καφενείο του χωριού κάτω από το μεγάλο πλατάνι έπινε τα ουζάκια του με φίλους, πολλούς φίλους που καμιά φορά έφερνε το κριθαράκι με την πάστα που είχε ζητήσει η κυρά του σπιτιού , όταν το φαγητό είχε σερβιριστεί και φαγωθεί πια, ακούγοντας και απαντώντας με δικαιολογίες στην απαραίτητη γκρίνια της.
Αλλά δεν τόπαιρνε και κατάκαρδα , έπεφτε για ύπνο ή πολλές φορές τέτοιες ώρες με την ευφορία του ποτού έταζε μεγάλα πράγματα.
Όταν κατέβαινε στην πόλη , εκείνες οι παραγγελθείσες σαρδέλες, ερχόταν με τέτοια καθυστέρηση , που ήταν έτοιμες να γίνουν παστές χωρίς μεγάλη προσπάθεια.
Είχε συναντήσει στο ουζερί του Μ. κάποιους γνωστούς, κουβέντα την κουβέντα, ρακί το ρακί και στην καρέκλα κρεμασμένη η σακούλα με τις σαρδέλες άκουγαν τις ιστορίες τους, για να τις εξιστορήσουν μετά στο ταψί με την ρίγανη και την ντομάτα στο φούρνο.

Θαυμαζες σ΄ αυτόν τον γερόλυκο το πείσμα του , δεν το έβαζε κάτω με τίποτα και όταν όλα ήταν εναντίον του, στεκόταν όρθιος και πάλευε.
Όρθιος μέχρι τις μέρες εκείνες που σώζονταν σαν την άμμο της κλεψύδρας.
Στα τέλη Αυγούστου σκαρφάλωσε στις μέρες και χαιρέτησε καλώντας το πλοίο του για το ταξίδι.